Δυτικά προάστια. Δυο τρεις δεκάδες μέτρα από τον Κηφισό. Οδηγοί και περαστικοί σταματάνε κάθε λίγο και λιγάκι στην συμβολή των οδών Θεσσαλονίκης και Ατταλείας.
Σταματάνε, σηκώνουν το κεφάλι τους και πολλοί από αυτούς βγάζουν τα κινητά τους για να φωτογραφίσουν μία πολυκατοικία εντελώς διαφορετική. Μια πολυκατοικία πολύ πίσω από την εποχή της. Κι όταν λέμε «πολύ πίσω», κυριολεκτούμε: Χιλιάδες χρόνια πίσω, περίπου 2.500 για να είμαστε ακριβείς.
Η πολυκατοικία αυτή, όπως και να το κάνουμε, είναι ένα ορόσημο για το δήμο Αιγάλεω. Ανήκει στον κ. Παναγιώτη Νουβέλογλου. Έχω περάσει εκατοντάδες φορές από το συγκεκριμένο σημείο κι αρκετές από αυτές στάθηκα ακριβώς απ’ έξω για να τσεκάρω τα ελληνιστικά αντικείμενα κι αγαλμάτα που το διακοσμούν. Ποτέ όμως δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον ιδιοκτήτη. Και να που ξημέρωσε η μέρα που αποφάσισα να πάω να του χτυπήσω την πόρτα…
Πρώτη ερώτηση, στανταράκι: «Γιατί;». «Επειδή το ζητούσε η ψυχή μου», απαντά ορθά κοφτά και δείχνει να το πιστεύει φανατικά αυτό που λέει. Τη φράση αυτή πρέπει να μου την επανέλαβε πάνω από 10 φορές στη μιάμιση ώρα που διήρκεσε η συνέντευξη και η φωτογράφιση. «Το ζητούσε η ψυχή μου να το φτιάξω, ήταν καθαρά εσωτερικό το ζήτημα». Κι όντως, δεν φαινόταν να έχει κανένα ψώνιο, κανένα όφελος, καμία ματαιοδοξία για το δημιούργημά του. Το ήθελε και το έκανε. Έτσι απλά.
Τον ρωτάω σχετικά με το κόστος κατασκευής, αλλά δεν μου δίνει νούμερο -και καλά κάνει. «Δεν έχει σημασία το πόσα ξόδεψα. Κοιτάζω κάθε ένα από τα αγάλματα όχι βάσει της αξίας του, αλλά βάσει του προσώπου που αναπαριστά και του τι αυτό συμβολίζει. Θα μπορούσα με τα λεφτά που δαπάνησα, ας πούμε, να αγοράσω μια καλή μερσεντές ή να βάλω μέσα στα διαμερίσματα πιο ακριβό πλακάκι. Προτίμησα, όμως, να τα δώσω εκεί και να συνεχίζω να κυκλοφορώ με το 15ετίας αμάξι μου», σχολιάζει ο -επιπλοποιός στο επάγγελμα- κύριος Παναγιώτης.
Ζορίζεται λίγο όταν τον ρωτάω για την dream team της αρχαιότητας, για την προσωπική καλύτερη του πεντάδα. Περνά κανά μισόλεπτο ευχάριστου προβληματισμού και μου τη… ξεφουρνίζει: «Μέγας Αλέξανδρος, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Ηρόδοτος, Περικλής». Το χαμόγελο του φτάνει ως τα αυτιά.
Βγαίνουμε έξω, θέλει να μου εξηγήσει με περισσότερες λεπτομέρειες τι είναι το κάθε τι: Ο Δίας ψηλά-ψηλά στο αέτωμα που έχει στηθεί στο μέτωπο της ταράτσας, οι Καρυάτιδες στα μπαλκόνια η μία δίπλα στην άλλη, φύλακες λέει κι αρχόντισσες του σπιτιού. Ο Μέγας Αλέξανδρος στην αυλή παρεάκι με τον Λεωνίδα, τον Άτλα, τον Ηρακλή, τον Περικλή. Ο Ποσειδώνας, οι Μούσες που χορεύουν, η Αθηνά, ο Απόλλωνας, η Αφροδίτη που καλλωπίζεται, ο Ηρόδοτος. Σε ένα άλλο αέτωμα ο Αχιλλέας μαζί με την Δήμητρα και ο κύριος Παναγιώτης να μου δείχνει με νόημα το λουλούδι που ξεφύτρωσε από το πουθενά μέσα στο μάρμαρο που αναπαριστά τη θεά της βλάστησης. Να, αυτό: