Πολλοί αδελφοί μας πιστεύουν πως μπορούν να Κοινωνήσουν το βράδυ Της Ανάστασης χωρίς νηστεία και εξομολόγηση.
Η αιτία για αυτή την πλάνη είναι η παρερμηνεία του Κατηχητικό λόγου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που ακούμε στην Αναστάσιμη Λειτουργία.
Ας δούμε την ερμηνεία του:
Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.
Όποιος είναι ευσεβής και αγαπά τον Θεό «εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας», διότι έτσι εννοείται η αγάπη, ας απολαύσει την ωραία και λαμπρή αυτή εορτή του Πάσχα.
Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου.
Όποιος δούλος, όποιος χριστιανός και μάλιστα αυτός που έχει συναίσθηση, της αμαρτωλότητάς του, έχει αγαθές διαθέσεις, ας εισέλθει γεμάτος από χαρά στην ευφροσύνη του Θεϊκού Δείπνου που χαρίζει ο Αναστάς Κύριός του.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Όποιος καταπονήθηκε από την νηστεία, και καλώς έπραξε, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή του, που δεν είναι άλλη, από τον παρατιθέμενο ουράνιο αυτό Μυστικό Δείπνο, της θείας και ιεράς Κοινωνίας.
Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Πρώτη ώρα είναι η έκτη πρωινή κατά την Βυζαντινήν ώρα. Όποιος, λοιπόν, από την έκτη πρωινή ώρα, δηλαδή από την αρχή της ζωής του, υπηρέτησε τον Κύριο, τον Χριστό, ως πιστός δούλος του, ας δεχτεί σήμερα, την αμοιβή, την ουράνια αμοιβή που δίκαία του ανήκει.
Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἧλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Όποιος προσήλθε στην πίστη, στην μετάνοια, μετά την ενάτη πρωινή ώρα, δηλαδή κατά την νεανική του ηλικία, ας συμμετάσχει και αυτός με προθυμία στην κοσμοσωτήρια αυτή εορτή της Αναστάσεως.
Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω· καί γάρ οὐδέν ζημιοῦται.
Όποιος προσήλθε στην πίστη μετά την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα, δηλαδή στην ώριμη πλέον ηλικία, στα σαράντα και στα πενήντα του, ας μην έχει καμιά αμφιβολία. Θα τον δεχτεί ο Χριστός. Και δεχόμενος και αποδεχόμενος από τον Χριστό, δεν πρόκειται να υποστεί τιμωρία. Αντίθετα μάλιστα θα αμειφθεί.
Εἰ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω μηδέν ἐνδοιάζων.
Όποιος καθυστέρησε και προσήλθε στην πίστη, λέει, κατά την τρίτη απογευματινή ώρα, δηλαδή στα γηρατειά του, ας πλησιάσει και αυτός τον Χριστό, χωρίς κανέναν δισταγμό και φόβο. Και αυτός θα αμειφθεί. Και αυτός θα συμμετάσχει στην πλούσια τράπεζα που δωρεάν παρέχεται. Και την εδώ τράπεζα, την επί γης τράπεζα, του Μυστικού Δείπνου αλλά και την τράπεζα της Βασιλείας των Ουρανών, τον Παράδεισο. Γι’ αυτό να επιμένουμε όπως οι γέροντες πατέρες μας, και γριούλες μητέρες μας να μετανοήσουν, να τους το λέμε καθαρά, έρχεται μαμά, μπαμπά, παππού, γιαγιά, ο θάνατος, είναι καιρός, μπορείς και τώρα να μετανοήσεις, να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις.
Και «Εἴ τις», λέει, «εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ» και αυτός «τήν βραδύτητα».
Όποιος προσήλθε στην πίστη κατά την πέμπτη απογευματινή ώρα, δηλαδή τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, αυτό είναι, αυτό σημαίνει, ας μην φοβηθεί μη τυχόν και δεν τον δεχτεί ο Θεός επειδή εκάθευδε, θα τον δεχτεί και αυτόν ο Θεός. Είδαμε ανθρώπους την τελευταία στιγμή της ζωής των, να κοινωνούν και εν αισθήσει ψυχής, να χύνουν δάκρυα μετανοίας τα οποία έτρεχαν από τα ματάκια τους βουβά. Και αυτά τα δέχτηκε ο Θεός. Αυτά τα σφούγγισε και τα σφούγγισαν με τα μαντήλια τους οι άγιοι ουράνιοι Άγγελοι, και τα πρόσφεραν στον Πανάγιο Θεό, που έχει σπλάχνα οικτιρμών, και είναι γεμάτος αγάπη και από καλοσύνη που δεν μπορεί ανθρώπινο μυαλό να φθάσει και να πιάσει.
Φιλόστοργος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον, καθάπερ καί τόν πρῶτον. Ἀναπαύει τόν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης.
Διότι ο Κύριος είναι πλουσιοπάροχος στις δωρεές του και στις χάρες του. Γι’ αυτό και δέχεται τον τελευταίο με την ίδια προθυμία που δέχτηκε τον πρώτο. Θυμάστε την παραβολή εκείνη όπου ο Κύριος βγήκε έξω στην αγορά και άρχισε να μισθώνει εργάτες για τον αμπελώνα του; Μερικούς τους έχω, λέει, από το πρωί – πρωί. Και ύστερα ένας μετά τον άλλον, τους πήρα με τις ώρες που λέγει μέσα. Την τρίτη, την έκτη, την ενάτη, την ενδεκάτη. Και νόμιζε ο πρώτος, ότι επειδή σήκωσε τον καύσωνα της ημέρας, μιας ολόκληρης ζωής, δηλαδή τον αγώνα, θα λάβει περισσότερα από αυτόν που προσήλθε στην ενδεκάτη.
Δηλαδή έστω και την τελευταία στιγμή της