Μία μεγάλη ὁσιακή μορφή τῆς Κρήτης καί συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπεξεδύθη
Με θλίψη και πόνο ψυχής εκατοντάδες Μεσαρίτες αλλά και άνθρωποι απ΄ όλη την Κρήτη αποχαιρέτησαν χθες από την Ιερά Μονή Παναγίας Καλυβιανής, τη σεβάσμια Γερόντισσα Γαλακτία, την αγιασμένη «γιαγιά Γαλάτεια» από την Πόμπια, που έφυγε για την Ουράνιο Βασιλεία.
Τά ξημερώματα τῆς χθεσινῆς ἡμέρας, μία μεγάλη ὁσιακή μορφή τῆς Κρήτης καί συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπεξεδύθη το ἀραχνῶδες χοϊκό της περίβλημα, τό φθαρτό της πολύαθλο σῶμα, τό σῶμα πού ἰσοβίως σταυρώθηκε ἀπό τά ἀλγεινά τοῦ βίου καί τά παλαίσματα τῆς ἀέναης ἀσκητικῆς πρακτικῆς καί φτερούγισε ἥσυχα καί ἀνεπαίσθητα, ὅπως ἔζησε, στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου γιά νά λάβῃ ἀπό τά κατάστικτα καί πανσθενουργά Του χέρια, τά πάμφωτα ἔπαθλα τῆς πνευματικῆς της σκυταλοδρομίας. Στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου πού μέ μανικό ἔρωτα παιδιόθεν ἠγάπησε καί μέ ἀποστολική αὐταπάρνηση ἀκολούθησε στόν ματωμένο βηματισμό τῆς ἐφαρμοσμένης ἀγάπης, 95 χρόνια πού ἔλαμψε ἡ μορφή της πάνω στή γῆ.
Καί ἴσως εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἔδωκε «ὕπνον τοῖς κροτάφοις της καί τοῖς βλεφάροις της νυσταγμόν» ἡ ἀκαταπόνητη αὐτή γυναῖκα, ποῦ ζοῦσε, δροῦσε καί ἀνέπνεε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἡσυχαστικῶς στοχοθέτησε καί ἁγιοπνευματικῶς προσοικειώθηκε, ὥς ἀναφαίρετο κτῆμα της, στά ὑπόβαθρα τῆς καρδίας της.
Γερόντισσα Γαλακτία: Ὑπῆρξε Ὁσία, ὑπῆρξε χαρισματική, ὑπῆρξε ἀσκήτρια
Ἀν τῆς προσδώσουμε καί μαρτυρικό φρόνημα δέν θά λαθέψουμε. Ἀγάπησε, ἐξ’ ἁπαλῶν ὀνύχων, μέ περιφλεγῆ ἔρωτα τόν Χριστό, μέ πιστότητα Μυροφόρων Τόν ἀκολούθησε, ἐφάρμοσε ἐπακριβῶς τά σωτήρια ἐντάλματα τῆς διδασκαλίας Του, ποτίσθηκε ἀκορέστως ἀπό τά ζωοπάροχα νάματα τῆς ἀγάπης Του, Τόν ὑπηρέτησε ἐμπνευσμένα στά πρόσωπα τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν, κατέβηκε στόν Ἅδη τῆς μετανοίας ἔντονα καί οὐσιαστικά, ἐβίωσε τήν Ἁγιοτριαδική Παρουσία ἀπροκάλυπτα καί ζωντανά, χτυπήθηκε λυσσαλέα ἀπό τά μανιασμένα κύματα πού ὁ βύθιος δράκων ξεσήκωσε στήν πολυτάραχη θάλασσα τῆς ἐπίγειας ποντοπορίας της, ἔκλαψε πολύ, ἀγάπησε περισσότερο, ψιλοδούλευσε τήν ἀρετή, δόθηκε ἀνιδιοτελῶς στούς ἀνθρώπους, προσέφερε μέ χαρά τόν ἀδύνατο σκελετό της γιά νά ἀκουμπήσουν τά βάρη τους ὅλοι οἱ ἄλλοι, σφούγγιξε δάκρυα, διόρθωσε λογισμούς, ἀλάφρωσε συνειδήσεις, γαλήνευσε ψυχές, ἐνέπνευσε ἱερές ἐπιθυμίες, προσανατένισε ἐναργῶς τά κάλλη τοῦ Παραδείσου.
Ξεναγήθηκε μέ παρρησία καί στά φόβητρα τῆς κολάσεως, τροχιοδρόμησε πλειάδα ψυχῶν εἰς τήν αἰώνια ζωή, ἀδικήθηκε καί συγχώρησε, συκοφαντήθηκε ὡς πλανεμένη καί ἡ ἴδια ξεγέλασε τόν δολιοφθορέα τῶν ἀνθρώπων καί ξεπέρασε τόν πλάνον τοῦτο αἰῶνα, ἔγινε οὐράνια ὕπαρξη, δροσοσταλίδα τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ, τελευταία ἔλαμπε, σάν μοσχοθυμίαμα εὐωδίαζε, μόνο χαμογελοῦσε, μητρικά εὐχόταν καί ἀποχαιρετοῦσε, σάν μπαρουτοκαπνισμένη ἀθλήτρια δίδασκε, σάν πεπειραμένη ὁδηγός νουθετοῦσε, καί σιγά – σιγά, ὁ φεγγοβόλος ἥλιος τῆς ὕπαρξής της ἔγειρε στήν δύση τῆς ἐπίκηρης τούτης βιοτῆς γιά νά κάνῃ τήν ἐκφαντορική ἀνατολή του στό ἄλλο ἡμισφαίριο τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς.
– «Τί κάνει ἡ γερόντισσα Γαλάτεια»; Μέ ρώτησε κάποτε ὁ θαυμαστός καί ἀείμνηστος Γέροντας Ἀναστάσιος Κουδουμιανός.
– «Γέρασε, γέροντα,» ἀπάντησα. «Κύρτωσε πολύ»…
«Τά κατάφορτα δέντρα ὅταν γεμίσουν καρπό γέρνουν τά κλαδιά τους», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Δίνουν στούς γύρω ἀπό τό προϊόν τους καί τό ὑπόλοιπο τῆς συγκομιδῆς, τό ἀναδεικνύει ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ καί τό μοιράζει σέ ὅλα τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας».
Κάτω ἀπό μία γλυκιά, ἀπέριττη καί γαλήνια ἐπιφάνεια, κυλοῦσε καί ἐπάφλαζε ἕνας ποταμός ἀγάπης καί Θείας ζωῆς, πού τόν ἐπρόδινε ἡ διεισδυτική καί ἀστραφτερή ματιά της καί ἡ ὁλοφώτεινη θωριά τοῦ προσώπου της. Τό ἀνθηρότατο χαμόγελό της, ἡ ἀγγελική της ὄψη καί το δροσιστικό ἐκχύλισμα τῆς καρδιᾶς της, λειτουργοῦσαν σάν μαγνήτης, γι’ αὐτό, ὅσο ἐκείνη ἔκρυβε τό φέγγος τῆς ψυχῆς της μέσα στήν ἀφάνεια τῆς ἀσημότητας, τόσο ὁ Θεός τό ὕψωνε στόν λυχνοστάτη τῆς προβολῆς. Ὅπως ὁ μαγνήτης ἑλκύει διάφορα μέταλλα, ὅπως ὁ ἥλιος ἐντάσσει στήν τροχιά τῆς ἐπιρροῆς του διαφόρους δορυφόρους, ἔτσι καί ἡ ἀναγεννημένη ψυχή τῆς Γερόντισσας, ἄθελά της, ἕλκυσε κοντά της ἀναρίθμητες ψυχές πού ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τούς ρυθμούς τῆς δικῆς της ζωῆς καί ἀλλοιώθηκαν κοντά της.
Τήν ἀφοπλιστική παιδική ἁπλότητα. Ὅπως μέσα στά ἄχυρα τῆς ταπεινῆς φάτνης τῆς Βηθλεέμ κρύφθηκε ἡ μεγαλοσύνη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ἔτσι μέσα στήν ἁπλή αὐτή ψυχή, τήν ἀπέριττη καί ταπεινή, κατοίκησε ζωντανά ὁ Χριστός, καί τήν ἔκανε νά λάμπει ἀπό ὁσιότητα καί ἁγιοπνευματική σοφία. Εἶχε πνευματικό βάθος, τό Ἅγιο Πνεῦμα σάν ἀκύμαντος ποταμός ἄρδευε τά κανάλια τῆς ψυχῆς της. Ἕνας παφλασμός βαθύς καί ἀπύθμενος δονοῦσε τά μύχια τῆς καρδιᾶς της, ἔπρεπε νά προσηλώσεις καλά τ’ αὐτί σου γιά νά τόν ἀκούσεις καί νά ’χεις ἄντλημα ψυχῆς γιά νά ἀποκομίσεις καί νά εὐφρανθεῖς ἀπό τά ρεῖθρα του πού μυστικά διαπότιζαν καί ζωογονοῦσαν τήν ὡραία καί ταπεινή αὐτή ψυχή.
Η ἁγιότητά της γερόντισσας Γαλακτίας ἦταν καλά κρυμμένη μέσα στήν ἁπλότητα.
Ἀκόμη καί τίς πιό ἡρωικές πράξεις τῆς ζωῆς της, συνήθιζε νά τίς περιβάλλει μέ μία ἁπλότητα καί φυσικότητα πού ἦταν, γι’αὐτό τόν λόγο συγκλονιστική. Δέν ἦταν λίγες οἱ ἀποφάσεις τῆς ζωῆς της, πού περιεῖχαν τό χρῶμα το