“Η Παναγία ήρθε να μας χαιρετήσει: Το εκκλησάκι φωτίστηκε”

by Τόνια Τζαφέρη
“Η Παναγία ήρθε να μας χαιρετήσει: Το εκκλησάκι φωτίστηκε”

Εξομολόγηση θαύματος: Ένας πιστός δίνει την δίκη του ιστορία από το Καλυβάκι τού Τιμίου Σταυρού

Αρκετοί είναι εκείνοι που πιστεύουν σε θαύματα και τα βιώνουν, είτε αυτά είναι φανερά, είτε πρόκειται για μικρά καθημερινά θαύματα. Αυτήν την φορά, ένας πιστός εξομολογείται για ένα θαυμαστό περιστατικό που βίωσε στό Καλυβάκι τού Τιμίου Σταυρού, το ’77.

 “Εγώ, εν τώ μεταξύ, ήμουν διάκονος ήδη. Πήγα τό πρωΐ στόν Γέροντα”, είπε.

“Η Παναγία ήρθε να μας χαιρετήσει: Το εκκλησάκι φωτίστηκε”

Μόλις μέ είδε ο Γέροντας, όπως πάντα αστειευόμενος, μού λέει:

«Καλώς τόν διάκο. Καί μού έλειπε ένας διάκος γιά τήν πανήγυρι».

Λέω: «Νά, ήρθα».

Λέει: «Παρήγγειλα 100 κιλά ψάρι, θά ρθούν οι Δανιηλαίοι, θά ρθούν οι Θωμάδες, θά ρθούν αυτοί Θά έχουμε Δεσπότη, θά χουμε, ξέρω γώ, αυτά, θά κάνουμε πανήγυρι».

Η συνέχεια της εξομολόγησης θαύματος από τον πιστό

Πρός στιγμήν πήγα κι εγώ νά πιστέψω ότι θά υπήρχαν αυτά όλα. «Νά μείνεις εδώ σήμερα», μού είπε. Ήταν η πρώτη νύχτα πού έμεινα. Πετούσα από τή χαρά μου.

Τό βράδυ μού λέει: «Κοίταξε, θά κάνομε αγρυπνία τού Τιμίου Σταυρού». Μού είπε τί έπρεπε νά κάνω. Βέβαια, αγρυπνία μέ τό κομποσχοίνι, ποιός νά ψάλλει; Αρχίσαμε γύρω στίς 5 τό απόγευμα.

«Γύρω στά μεσάνυχτα, θά σέ φωνάξω νά διαβάσομε τή Θεία Μετάληψη, μέχρι νά ρθεί ο παπάς τό πρωΐ από τού Σταυρονικήτα νά μάς λειτουργήσει».

«Νάναι ευλογημένο, Γέροντα».

Μού είπε έναν κατάλογο μεγάλο, πώς έπρεπε νά κάνω τήν προσευχή, καί έμεινε αυτός στό ένα κελλί κι εγώ στό άλλο. Κάθε καμμιά-μιάμιση ώρα μού κτυπούσε τόν τοίχο καί ρωτούσε:

«Διάκο, είσαι καλά;».

«Καλά, Γέροντα».

“Η Παναγία ήρθε να μας χαιρετήσει: Το εκκλησάκι φωτίστηκε”

«Κοιμάσαι;».

«Όχι, δέν κοιμάμαι».

Μού είπε: «Άν ακούσεις τίποτα θορύβους, μή φοβηθείς. Είναι αγριογούρουνα, ξέρω γώ, τσακάλια».

Τόν άκουγα όλη νύχτα πού περπατούσε. Ο Γέροντας επειδή είχε μισό πνεύμονα, ανάπνεε βαθιά καί κατά διαστήματα έλεγε: «Δόξα Σοι, ο Θεός», μέ ένα δικό του ωραίο τρόπο.

Εγώ αισθανόμουν ότι έχω τόν Γέροντα δίπλα μου, πράγματι, έκαμνα ό,τι μπορούσα. Γύρω στά μεσάνυχτα μέ φώναξε καί πήγαμε στό εκκλησάκι, δίπλα.

Ήταν ένα Εκκλησάκι στενόμακρο, πού είχε ένα μόνο στασίδι καί 5 εικόνες: τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Τιμίου Προδρόμου, τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού καί δέν θυμάμαι, έναν Άγιο Ρώσο είχε, γιατί ήταν ο παπα-Τύχων εκεί, ο Ρώσος.

Εξομολόγηση θαύματος: «Νά διαβάσομε τή Θεία Μετάληψη». 

Μέ έβαλε μέσα στό στασίδι, μ άνοιξε τό Ωρολόγιο, μού δωσε μιά λαμπάδα αναμμένη καί ο Γέροντας δίπλα μου ακριβώς έλεγε τούς στίχους τής Θείας Μεταλήψεως: «Δόξα Σοι, ο Θεός ημών, δόξα Σοι».

Κάθε φορά πού έλεγε τόν στίχο, έκανε καί μιά στρωτή μετάνοια. Εγώ διάβαζα: «Άρτος ζωής αιωνιζούσης γενέσθω μοι τό σώμα Σου τό άγιο». Θεοσκότεινα όλα, νύχτα, μεσάνυχτα στήν έρημο.

Όταν φθάσαμε στόν στίχο πού λέγει: «Μαρία Μήτερ Θεού, τής ευωδίας τό σεπτό σκήνωμα..», εκεί ακριβώς, άκουσα ένα πράγμα, σάν αέρας μπήκε στό Εκκλησάκι. Νόμισα ότι άνοιξε τό παράθυρο ο Γέροντας, αλλά ήταν δίπλα μου.

Καί ξαφνικά φωτίστηκε όλος ο χώρος καί άρχισε τό καντήλι τής Παναγίας νά κινείται μόνο του. Ήταν 5 τά καντήλια, αυτό μόνο εκινείτο, τά υπόλοιπα ήταν σταθερά.

Φωτίστηκε τό Εκκλησάκι καί αυτό τό κατάλαβα, γιατί τό κερί πού κρατούσα δέν μού χρειαζόταν πλέον. Γύρισα πρός τόν Γέροντα. Μέ κοίταξε αυτός καί μού καμε, σιωπή.

Πράγματι, σταμάτησα νά διαβάζω καί ο Γέροντας γονάτισε κάτω. Έμεινα εγώ, περίμενα, περίμενα, πέρασε μισή ώρα καί πλέον καί γινόταν αυτό τό πράγμα.

Τό καντήλι νά πηγαίνει καί νά έρχεται, τό Εκκλησάκι νάναι φωτεινό, ο Γέροντας νάναι γονατιστός, κι εγώ μέ τό κερί στό χέρι νά μή ξέρω τί νά κάμω.

Πέρασε η μισή ώρα, λέω: «Νά διαβάσω τή Θεία Μετάληψη, τί θά κάμομε τώρα;». Άρχισα νά διαβάζω, νά διαβάζω συνέχεια.

Κάποια στιγμή, εκεί στή ζ΄ ωδή, επανήλθαμε εκεί πού είμαστε, στό σκοτάδι. Τό καντήλι σταμάτησε. Τέλειωσε η Θεία Μετάληψη. Πήγαμε καθίσαμε, εκεί είχε ένα μικρό χωλάκι, έξω από τό Αρχονταρικάκι, από τήν Εκκλησία.

Λέω: «Δέν είδατε τό καντήλι;».

“Η Παναγία ήρθε να μας χαιρετήσει: Το εκκλησάκι φωτίστηκε”

«Έ, τό είδα». «Άλλο τί είδες;».

Λέω: «Τίποτα δέν είδα, φωτίστηκε τό Εκκλησάκι καί τό καντήλι».

«Δέν είδες τίποτε άλλο;». «Όχι, δέν είδα εγώ τίποτε άλλο. Τί ήτανε;».

«Μωρέ, τίποτα δέν ήτανε καημένε».

Τού λέω: «Μά, καλά, είναι δυνατό νά μήν ήταν τίποτα; Γιατί νά μή τό βλέπομε κάθε μέρα, αφού δέν είναι τίποτα; Καί νά μή τό βλέπουν κι όλοι μάλιστα».

«Τίποτα δέν ήτανε, βρέ παιδάκι μου, αλλά δέν έχεις διαβάσει ότι η Παναγία τό βράδυ γυρνά στό Άγιον Όρος καί βλέπει τί κάνουν οι Μοναχοί;».

Πράγματι, τό είχα διαβάσει πρίν λίγες μέρες, σέ μιά διήγηση.

«Έ, μού λέει, πέρασε κι απ εδώ, είδε δυό παλαβούς πού διάβαζαν καί κούνησε τό καντήλι νά μάς χαιρετίσει».

Μιά άλλη φορά, μού είπε ότι ο ίδιος είδε τήν Παναγία στό Εκκλησάκι εκείνη τήν ώρα.

Εκείνη η νύχτα ήταν μιά από τίς πιό συγκλονιστικές εμπειρίες μέ τόν Γέροντα, γιατί μέχρι τίς 6 περίπου τό πρωΐ πού έφεξε, πού ήλθε ο παπάς από τή Σταυρονικήτα νά μάς λειτουργήσει, καθίσαμε εκεί καί ο Γέροντας μού διηγήθηκε πάρα πολλά περιστατικά τής πνευματικής του ζωής.

Προτεινόμενα