Νικήτας Πλάτης: Όλα όσα δεν γνωρίζατε για τη ζωή του
Το 1912 γεννήθηκε στην Αμοργό ο Έλληνας ηθοποιός Νίκήτας Πλάτης, ο οποίος αγαπήθηκε ιδιαίτερα, αν και η καριέρα του βασίστηκε σε δεύτερους ρόλους. Ο Νικήτας Πλατής είχε τη φήμη του γυναικοκατακτητή. Παντρεύτηκε δύο φορές στη ζωή του. Την πρώτη με την Αγγελική Πλατή και τη δεύτερη με την ηθοποιό Γκόλφω Μπίνη. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Σωτήρη ο οποίος πέθανε αλλά και δύο εγγόνια, τον Δημήτρη και την Ιωάννα.
Πρόεδρος κατόπιν του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, ο Πλατής ήταν ένα πολύπλευρο ταλέντο του καλλιτεχνικού χώρου, αφού εκτός από ηθοποιός ήταν και συγγραφέας πέντε θεατρικών έργων, 200 περίπου επιθεωρησιακών σκετς και πολλών στίχων και ποιημάτων, τα περισσότερα αφιερωμένα στην πατρίδα του την Αμοργό.
Το 1928 σε ηλικία μόλις 16 ετών, ο Νικήτας Πλατής πήγε στην Αθήνα και ξεκίνησε να εργάζεται σε περιπλανόμενα θέατρα ως επιθεωρησιογράφος. Το ταλέντο του στη γραφή του έδωσε την ευκαιρία να εμφανιστεί κάποια στιγμή πάνω στο σανίδι και ως ηθοποιός και έτσι αποκαλύφθηκε πως τα πήγαινε εξίσου καλά και στην υποκριτική. Έτσι ξεκίνησε τη θεατρική του καριέρα στη μουσική παράσταση «Ριρίκα». Το γράψιμο δεν το άφησε ποτέ και συνολικά υπέγραψε 200 περίπου σκετς για επιθεωρήσεις και πέντε ολοκληρωμένα θεατρικά, ενώ παράλληλα έπαιζε.
Νικήτας Πλάτης: Η επαγγελματική πορεία του ηθοποιού
Ο κινηματογράφος θα τον ανακαλύψει βέβαια όψιμα, αφού ήταν ήδη 46 ετών όταν έκανε το ντεμπούτο του στο πανί, στην ταινία «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» (1958). Την ίδια χρονιά θα παίξει και στην «Κυρά μας τη μαμή» και ένας κλασικός δευτερορολίστας του ελληνικού σινεμά είχε έρθει για να μείνει.
Η κινηματογραφική του παρουσία ήταν αδιάλειπτη από το 1958-1973, συμμετέχοντας σε πλήθος ταινιών, με πολλές από αυτές να λογίζονται πλέον κλασικές. Και σίγουρα ολότελα αγαπημένες.
Ο Νικήτας Πλατής πήρε μέρος σε πολλές κλασσικές ελληνικές ταινίες του προβάλλονται μέχρι σήμερα όπως «Η κυρά μας η μαμή», « Η χαρτοπαίχτρα», «Φωνάζει ο κλέφτης», «Μοντέρνα Σταχτοπούτα», «Υπάρχει και φιλότιμο» και πολλές ακόμα με πιο χαρακτηριστική την ταινία «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», όπου υποδύθηκε καταπληκτικά τον τρόφιμο μιας ψυχιατρικής κλινικής που παίρνει την θέση του γιατρού και υπόσχεται θεραπεία στον Ντίνο Ηλιόπουλο με μια εγχείρηση πάνω από τα ρούχα!
Οι σκηνές που γύρισε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο θεωρούνται πλέον κλασικές , όπως αυτή στην ταινία «Φωνάζει Ο Κλέφτης«. Εκεί υποδύεται τον διοικητή Αστυνομικού Τμήματος που ανακρίνει και ξεδιψάει τον κρατούμενο λογιστή Τιμολέοντα που έχει λυσσάξει με τις λακέρδες που του έχουν «προσφέρει» στο κρατητήριο. Όλοι τον συμπαθούσαν και χαίρονταν να δουλεύουν μαζί του. Στον ίδιο άρεσε να βοηθάει τα νεότερα παιδιά. Η πιο γνωστή ιστορία είναι αυτή με τον γιο του Στελλάκη Περπινιάδη τον Βαγγέλη, τον οποίο «έβγαλε» στο θέατρο για να τραγουδάει….
Ο Νικήτας Πλατής πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά «Μεθοριακός σταθμός», όπου έκανε μια αξέχαστη εμφάνιση ως ο αντικοινοτάρχης που βρισκόταν σε διαρκή κόντρα με τον κοινοτάρχη προϊστάμενό του.
Χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του προέδρου του χωριού στον τηλεοπτικό «Μεθοριακό Σταθμό» όπου συνεχώς τσακωνόταν με τον αντιπρόεδρο Αθηνόδωρο Προύσαλη και συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «σουρ» για να κάνει επίδειξη των γνώσεών του στην αγγλική γλώσσα….
Η κωμική ατάκα που προέρχεται από την λέξη “sure” (σίγουρος) γρήγορα έγινε μόδα και έτσι όλοι οι τηλεθεατές τον αποκαλούσαν ο κύριος σούρ. Η διακοπή της σειράς μετά από χρόνια κυριαρχίας στην τηλεόραση έριξε σε μελαγχολία τον ηθοποιό που απομονώθηκε και στράφηκε στην ποίηση. Αργότερα εξέδωσε ποιητική συλλογή με τίτλο τα «Παραπονεμένα»….
Νικήτας Πλάτης: Η ανθολογία στιχουργημάτων και το τέλος της ζωής του
Το 1982 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα Παραπονεμένα», μια ανθολογία στιχουργημάτων του που δεν είχαν ευτυχήσει να μελοποιηθούν όπως άλλοι στίχοι του, οι οποίοι έπαιξαν ως τραγούδια σε αξέχαστες κινηματογραφικές κωμωδίες και θεατρικές παραστάσεις. Στον πρόλογο του βιβλίου περιγράφει πώς άρχισε να γράφει μετά το κόψιμο του «Μεθοριακού σταθμού», που τον έβαζε στα σπίτια εκατοντάδων χιλιάδων, όντας πια σε οριστική απραξία.
Ο Νικίτας έφυγε από τη ζωή στις 14 Νοεμβρίου του 1984 την ώρα που έβλεπε τηλεόραση στο σπίτι του. Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο.