«Ο κυρ Γιάννης έφυγε ξεχασμένος από τα παιδιά του που έμεναν σε διπλανά σπίτια αγορασμένα με τα λεφτά του»

by Newsroom i-diakopes.gr
«Ο κυρ Γιάννης έφυγε ξεχασμένος από τα παιδιά του που έμεναν σε διπλανά σπίτια αγορασμένα με τα λεφτά του»

Πατέρας: Η ιστορία του κυρ Γιάννη που έφυγε μόνος και ξεχασμένος

Υπάρχουν πολλοί ηλικιωμένοι που περνούν τις γιορτές μόνοι και ξεχασμένοι από τα παιδιά τους. Ειδικά οι ηλικιωμένοι που έχουν χάσει και τον σύντροφο τους, μόνη τους ελπίδα είναι τα παιδιά όπως και στην ιστορία του κυρ Γιάννη. Μια ιστορία που θα μας υπενθυμίσει να μην εγκαταλείπουμε τους ηλικιωμένους στην μοίρα τους.

Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος

Ο κυρ Γιάννης, όπως έκανε κάθε μέρα, έτσι και σήμερα ξύπνησε νωρίς και πήγε κατευθείαν στο ημερολόγιο, σέρνοντας τις παντόφλες του στο πάτωμα, ξεκόλλησε ένα χαρτάκι, αποκαλύπτοντας εκείνο που έγραφε 25 Δεκέμβρη…

“Είναι Χριστούγεννα”. Μονολόγησε.

Κατευθύνθηκε στο μπάνιο, σέρνοντας πάλι τις παντόφλες του, έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπο του, χτένισε τα μαλλιά του κι έφτιαξε σαπουνάδα περνώντας την με το πινέλο στα άσπρα γένια του, έπιασε την λεπίδα και ξυρίστηκε κόντρα, βάζοντας στο τέλος μπόλικη κολόνια λεμόνι. “Με τις υγείες σου Γιάννη”. Ξανά μονολόγησε.

Μπήκε στην κουζίνα, σέρνοντας τις παντόφλες του, κι έψησε έναν βαρύ γλυκό με καϊμάκι σε χοντρό φλιτζάνι, όπως έκανε πάντα, τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά από τον καφέ κι άναψε το πρώτο τσιγαράκι του.

«Ο κυρ Γιάννης έφυγε ξεχασμένος από τα παιδιά του που έμεναν σε διπλανά σπίτια αγορασμένα με τα λεφτά του»

“Σήκω ρε Γιάννη, τι κάθεσαι, Χριστούγεννα είναι, σήμερα πρέπει να φορέσεις τα καλά σου”. Είπε στον εαυτό του και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα, σέρνοντας επιδεικτικά τις παντόφλες του. Ήταν μια συνήθεια που την είχε αποκτήσει καθώς έχασε την γυναικά του και μετά, την Κυρά Τασούλα, από εκείνη την παλιό-αρρώστια, όπως έλεγε ο Κυρ Γιάννης τον καρκίνο, και θαρρείς πως το έκανε για να ξορκίσει την νεκρική ησυχία που επικρατούσε πια μέσα στο σπίτι, να σπάσουν οι παντόφλες την ανία.

Φόρεσε λοιπόν το καλό του το κουστούμι, τα ακριβά του τα λουστραρισμένα παπούτσια, έδεσε την φαρδιά κόκκινη γραβάτα και σαν αρχοντάνθρωπος σωστός, κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα, ανοίγοντας την τηλεόραση. “Τίποτα δεν έχει πάλι ετούτο το χαζό κουτό, ευτυχώς που σήμερα είναι Χριστούγεννα κι όπου να ΄ναι, θα έρθουν τα παιδιά μου να με πάρουν, για να γιορτάσω μαζί με τα εγγονάκια μου” . Είπε και φωτίστηκε από χαρά το πρόσωπο του.

Είχε δυο γιους λεβέντες και καλοπαντρεμένους ο Κυρ Γιάννης, που ζούσαν λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στην ίδια πολυκατοικία κι οι δυο, σε διπλανά ρετιρέ διαμερίσματα, που τους τα είχε αγοράσει με τις οικονομίες, ένα δανειάκι, και το εφάπαξ του.

Κοίταξε το ρόλοι του. “Μωρέ, πότε πήγε μ