Ανθολόγιο: Το κείμενο που ξυπνάει αναμνήσεις
Μπορεί να έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που το σχολείο έχει φτάσει στο τέλος του, ωστόσο αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν τις πιο έντονες αναμνήσεις από τα ανθολογία τους.
Χθες βράδυ και ψάχνοντας στο διαδίκτυο για το πού μπορώ να βρω το Ανθολόγιο που είχα όταν πήγαινα στο Δημοτικό, έπεσα επάνω σε ένα από τα αγαπημένα μου κείμενα του Δημήτρη Ψαθά, «Η τσάντα και το τσαντάκι!».
Όσοι είστε της γενιάς μου, σίγουρα θυμάστε το Ανθολόγιο, για αυτό λοιπόν για να κλείσει ευχάριστα αυτή η εβδομάδα και με μνήμες από το Δημοτικό όπως η μυρωδιά της σάκας, της κασετίνας και του ψημένου τοστ από το κυλικείο, είπα να σας το θυμίσω ώστε να το απολαύσετε και εσείς ξανά, όπως το απόλαυσα κι εγώ!
Ανθολόγιο δημοτικού: ” Κρατά μια τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι”
«Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά τον «κύριο»,αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι.
– Τι συνέβη;
Πεισματώνει:
– Ούτε και γνωρίζω!
– Σου ‘δωσε ο κύριος χαστούκι;
Φρενιάζει.
– Εντελώς ξαφνικά
– Γιατί;
Τρέμει ολόκληρη:
– Ούτε και γνωρίζω.
– Είχατε προηγούμενα;
Παίρνει φόρα:
– Προηγούμενα; Εγώ μ’ αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε. Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα. Επήγαινα στην κουνιάδα μου στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου.
Καθόμουν, λοιπόν, στο τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός.
Η συνέχεια του κειμένου από το ανθολόγιο του δημοτικού
Τρίζει τα δόντια του «αυτός»:
– Εγώ παλαβός! Με λέει παλαβό!
– Σιωπή εσύ.
– Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε;
– Είπα σιωπή!
Τρέμει ολόκληρος:
– Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός.
Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία:
– Ορίστε λέγε εσύ.
Φυσά και ξεφυσά:
– Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα λεπτά, του τα έδωκα.
Eκοψε απ’ το μπλόκ το εισιτήριο, μου το έδωκε. Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο επιθεωρητής, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε.
– Λοιπόν;
– Ο κύριος με αγριοκοίταξε
– Γιατί;
– Ούτε και γνωρίζω
Λυσσά ο «κύριος»:
– Να σας πω εγώ, κ. Πταισματοδίκα.
– Εσύ να πάψεις!
– Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ’ εκνευρίζει.
– Πάψε, σου είπα!
– Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός…
Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης:
– Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σου περνούν τα νεύρα σου. Σου το λέω για τελευταία φορά, να μην παρεμβαίνεις. Ακούς;
– Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.
– Θέλεις να πας μέσα;
– Όχι, κ. Πρόεδρε.
Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει. Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη, τρώει τα μουστάκια, βγάζει μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος. «Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του. Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης, μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει, βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίτει. Κάτι συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού.
– Εξακολούθει, εσύ
Αναστενάζει η κυρία:
– Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα, που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να μου απλώσει χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα