Πού πας, Γιασεμή μου; Για νερό, γιαγιά, απαντούσε η Γιασεμή κι άρπαζε τη στάμνα κι εξαφανιζότανε. Δεν προλάβαινε η γιαγιά να της πει, πότε τελείωσε το νερό, αφού το πρωί ξαναπήγες, μα η Γιασεμή είχε ήδη σκαπετήσει.
Ιστορία: Πού πας, Γιασεμή μου;
14 ήταν η Γιασεμή της κι έμοιαζε στη μάνα της! Όμορφη και νοικοκυροκόριτσο. Πού την έχανες πού την έβρισκες, όλο με τη στάμνα ριγμένη στον ώμο με τα…
μαλλιά λυτά να ανεμίζουνε ολόξανθα σαν ώριμα στάχυα σιταριού και να χάνεται πότε για νερό, πότε να μαζέψει χόρτα που αρέσανε στη γιαγιά της, πότε να κόψει ξύλα να κάνει θυμωνιές για τον χειμώνα.
Άξια σαν την μάνα της ήταν και άτυχη.
Η μάνα της χάθηκε στην γέννα της Γιασεμής κι ο πατέρας της την εγκατέλειψε στα πεθερικά του. Έχασε τον άντρα της η Θανάσω και μείναν οι δυο τους.
Μόνο που αυτή δεν μπορούσε να περπατήσει. Ένα πόδι είχε κι αυτό σακατεμένο. Πάνε χρόνια που το έχασε το άλλο της πόδι από μια μόλυνση. Έρανο κάνανε στο χωριό και όχι μόνο και στα γύρω χωριά πήγανε να μαζευτούνε τα χρήματα να μεταφερθεί σε νοσοκομείο να της το κόψουν.
Ήταν την χρονιά που πέθανε ο άντρας της. Τότε το έπαθε το κακό. Με την μοίρα της τα είχε βάλει εκείνη την ημέρα. Με την μοίρα της και έσκουζε μήπως και την λυπηθεί.
Της έλεγε για την μάνα της Γιασεμής που της την πήρε. Για τον πατέρα της που την άφησε μια σταλιά παιδάκι. Στη χούφτα της χώραγε όταν την παράτησε και έφυγε και δεν τον είδαν ποτέ.
Ζούσε; Πέθανε; Κανείς δεν ήξερε να της πει.
Της έλεγε και για τον άντρα της που δεν τον άφησε να ζήσει να έχουν κι αυτές ένα στήριγμα αντρικό. Ας τον άφηνες της έλεγε της μοίρας της λίγα χρόνια ακόμα να μεγαλώσουν την Γιασεμή κι ας τον έπαιρνες μετά. Είχαν γεμίσει τα μάτια της δάκρυα κι αντί η καψερή να σκάψει το χώμα να φυτέψει το μποστάνι της, χτύπησε το δάχτυλο και κόπηκε σαν πράσο.
Σαν το πράσο κόπηκε λες κι ήταν ψεύτικο. Ήταν που έσκουζε να την λυπηθεί η μοίρα. Να πεις πως το έκανε και ψέματα;
Από την ψυχή τα έβγαζε τα δάκρυα μα η μοίρα φαίνεται δεν τα είδε. Στραβώθηκε γιατί αν τα έβλεπε δεν θα ήταν σκληρή μαζί της. Και καλά εγώ της είπε. Το ορφανό δεν το λυπάσαι;
Και πιάνει το τσαπί και πάει το δάχτυλο.
Κι η καημένη η Θανάσω αντί να τουλουπώσει το κομμένο πόδι άρχισε η δόλια να μουτζώνει και να φωνάζει προς τα που είσαι να σου δώσω κι άλλες μπας και ξεστραβωθείς.
Η ζημιά είχε γίνει. Το δάχτυλο χάθηκε μέσα στο μποστάνι η πληγή γέμισε αίματα και χώμα και τώρα κάθε λίγο φωνάζει που είσαι Γιασεμάκι μου; Εδώ γιαγιά. Που πας Γιασεμή μου για νερό γιαγιά.
Στα δεκατέσσερα ήταν. Πριν από ένα χρόνο ήταν που πήγε κι έπεσε στην αγκαλιά της γιαγιάς της και έκλαιγε το πουλάκι της κι έκλαιγε και δεν ήξερε πως να της πει εκείνο που είδε στα ποδαράκια της. Κι όταν σταμάτησε πια να κλαίει κατάλαβε η Θανάσω πως της είχαν έρθει τα ρούχα της.
Της σκούπισε τα δάκρυα, της χτένισε τα στάχυα της, την φίλησε στα μαγουλάκια της και της είπε πως αυτό θα το βλέπει κάθε μήνα και πως εκείνη θα της έχει έτοιμα πανάκια από παλιές πετσέτες ραμμένα στο εσώρουχο να τα συχναλλάζει ώσπου να της περνάει. Τέσσερις μέρες Γιασεμάκι μου και θα περνάει της είπε και μην κλαις παιδί μου. Όλες οι γυναίκες το έχουμε αυτό. Έτσι μας έφτιαξε ο θεός.
Μα ξέχασε να της πει η Θανάσω πως όταν το έχεις αυτό τότε μπορείς να κάνεις και παιδί και πως δεν πρέπει να σε φιλήσει κανένας άντρας αν δεν είναι ο άντρας σου. Το ξέχασε η δόλια. Το ξέχασε. Που πας Γιασεμή μου; Πάω να σου μαζέψω χόρτα που σου αρέσουν γιαγιά. Μην αργήσεις νισιάνι μου.
Όχι γιαγιά μου κι όλο αργούσε το Γιασεμάκι της κι όλο ξεπόρτιζε τάχα μου για δουλειές. Και ψέματα δεν έλεγε για τις δουλειές γιατί και ξύλα έφερνε και την στάμνα γεμάτη την έφερνε.
Μα να…αργο