Ο καταστροφικός σεισμός της Λισαβόνας εξακολουθεί και σήμερα να απασχολεί τους σεισμολόγους, ενώ μένει βαθιά χαραγμένος στη συλλογική μνήμη των Πορτογάλων.
Στις 9:20 το πρωί της 1ης Νοεμβρίου 1755, ανήμερα της εορτής των Αγίων Πάντων για τους καθολικούς, η Λισαβόνα συγκλονίζεται από την οργή του Εγκέλαδου.
Ακολουθούν τσουνάμι και φωτιές, που σχεδόν ισοπεδώνουν το καμάρι της αποικιακής Πορτογαλίας. Οι σεισμολόγοι στις μέρες μας υπολόγισαν ότι το μέγεθος του σεισμού ήταν 9 βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ. Πάνω από 100.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό του πληθυσμού της πόλης και στο 1/3 του πληθυσμού της Πορτογαλίας εκείνη την εποχή.
Ο σεισμός κράτησε από 3,5-6 λεπτά και προκάλεσε μεγάλα ρήγματα μέσα στην πόλη, ορισμένα από τα οποία είχαν πλάτος 5 μέτρων. Σπουδαία οικοδομήματα της πόλης κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα:
Το Παλάτι του βασιλιά Ζοζέφ Α’,
η ολοκαίνουργια Όπερα και
το Βασιλικό Νοσοκομείο των Αγίων Πάντων, το μεγαλύτερο δημόσιο νοσοκομείο της Ευρώπης.
Η κατάσταση στη Λισαβόνα μετά τον καταστροφικό σεισμό ήταν απερίγραπτη. Ένας άνδρας στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και ανέλαβε να βάλει τάξη στο χάος, ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάο Ντε Μέλο, που σώθηκε την τελευταία στιγμή. «Θάψτε τους νεκρούς και ταΐστε τους ζωντανούς» ήταν η διαταγή που έδωσε στους υπαλλήλους του. Για να αποτρέψει τις λεηλασίες στην κατεστραμμένη πόλη, δεν δίστασε να διατάξει την εκτέλεση 34 ατόμων επειδή παράκουσαν τις εντολές του στρατού, που είχε αναλάβει να εμπεδώσει την τάξη.
Σχεδόν αμέσως, άρχισε το έργο της αποκατάστασης και της ανοικοδόμησης της Λισαβόνας. Βοηθούσης και της ανθηρής οικονομικής κατάστασης της χώρας, προσελήφθησαν αρχιτέκτονες, μηχανικοί και χιλιάδες οικοδόμοι. Μέσα σ’ έναν χρόνο τα ερείπια είχαν εκ