Θα μπορούσα να περάσω καραντίνα, όλη μου τη ζωή, στο σπίτι του Πάτρικ Λη στην Καρδαμύλη

by Newsroom i-diakopes.gr
Θα μπορούσα να περάσω καραντίνα, όλη μου τη ζωή, στο σπίτι του Πάτρικ Λη στην Καρδαμύλη

Έχει χαρακτηριστεί και ως ένα από τα πιο ωραία κτίσματα της Ελλάδας.

Η ζωή του Πάτρικ Λη Φέρμορ είναι κάτι περισσότερο από ταινία. Ίσως, να αποτελεί το τέλειο πρότυπο για όποιον ή όποια θα ήθελε να συνδυάζει την καλή ζωή με την περιπέτεια.

To ΒΒC τον έχει περιγράψει ως ένα κράμα Τζέημς Μποντ και Ιντιάνα Τζόουνς.

Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1915. Ανήσυχος μαθητής δεν πέρασε εύκολα σπουδαστικά χρόνια μεγαλώνοντας μακριά από τους γονείς του.

Αντιγράφω ένα κομμάτι από τη wikipedia ορισμένα στοιχεία γι΄αυτόν: «Στην ηλικία των 18, ο Λη Φέρμορ αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη, από το Χουκ της Ολλανδίας έως την Κωνσταντινούπολη. Ξεκίνησε στις 8 Δεκεμβρίου 1933, λίγο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία, με λίγα ρούχα, το Βιβλίο Αγγλικών Στίχων της Οξφόρδης και ένα τόμο των Ωδών του Οράτιου. Κοιμόταν όπου έβρισκε, είτε σε αχυρώνες και καλύβες βοσκών, είτε σε σπίτια της αριστοκρατίας της Κεντρικής Ευρώπης, ακόμη και σε μοναστήρια. Δύο από τα περιηγητικά του έργα, Η εποχή της Δωρεάς (1977) και το Ανάμεσα στα Δάση και τα Νερά (1986), περιγράφουν με λεπτομέρειες το ταξίδι του.

Ο Λη Φέρμορ έφθασε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Ιανουαρίου 1935, και συνέχισε το ταξίδι του κατά μήκος της ελληνικής χερσονήσου. Τον Μάρτιο, ενεπλάκη με την εκστρατεία των βασιλικών δυνάμεων στη Μακεδονία ενάντια στη δημοκρατική εξέγερση του 1935. Στην Αθήνα, συνάντησε την Μπαλάσα Καντακουζηνού (Bălaşa Cantacuzino), Ρουμάνα ευγενή της οικογένειας των Καντακουζηνών, την οποία και ερωτεύτηκε. Έζησαν σε έναν παλαιό νερόμυλο, έξω από την πόλη, που έβλεπε προς τον Πόρο. Εκείνος έγραφε και εκείνη ζωγράφιζε. Αργότερα μετακόμισαν στο Μπάλενι , τον οίκο της οικογένειας των Καντακουζηνών στη Μολδαβία, έως το ξέσπασμα του Β’ Π.Π.»

Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην αρχή χρησιμοποιήθηκε από τους Βρετανούς ως σύνδεσμος στην Αλβανία. Στη συνέχεια, επειδή γνώριζε ελληνικά, πέρασε στην Ελλάδα. Μάλιστα, προσγειώθηκε τρεις φορές με αλεξίπτωτο στην Κρήτη. Εκεί, ζώντας δύο χρόνια ως βοσκός, οργάνωσε το αντάρτικο της περιοχής, με μεγαλύτερη επιτυχία την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε από τις Αρχάνες του Ηρακλείου. Στη συνέχεια από την υπέροχη παραλία Περιστερέ στο Νότιο Ρέθυμνο τον παρέδωσαν στους συμμάχους στην Αίγυπτο.

Το 1944 γνωρίζει για πρώτη φορά την Τζόαν, φωτογράφο στο επάγγελμα. Θα ζήσουν μια ελεύθερη σχέση μέχρι το 1968 που θα παντρευτούν. Εντωμεταξύ το 1962 θα αγοράσουν 9 στρέμματα με ελιές στην Καρδαμύλη και θα ξεκινήσουν να χτίζουν το περίφημο σπίτι τους. Εκεί ο Φέρμορ θα γράψει μερικά από βιβλία του, μεταξύ των οποίων και η «Μάνη». Παρά τα στρατιωτικά του ανδραγαθήματα, στην ιστορία θα μείνει ως ένας από τους πιο ιδιαίτερους εκπρόσωπους της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.

Το κτήμα βρίσκεται στην περιοχή Καλαμίτσι της Καρδαμύλης, Μεσσηνίας. Περιλαμβάνει τέσσερα πετρόκτιστα κτίσματα, την την κύρια κατοικία, το γραφείο-studio και άλλα δυο βοηθητικά κτίσματα.

Η κυρίως Οικία, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Νίκο Χατζημιχάλη, σε στενή συνεργασία με τους Λη Φέρμορ και η κατασκευή της ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Τα κτίσματα περιβάλλονται από έναν Μεσογειακό κήπο με ελιές, κυπαρίσσια, σκίνους και αγριολούλουδα. Πρόκειται, κατά γενική ομολογία, για ένα από τα ωραιότερα ακίνητα στην Ελλάδα. Θα το καταλάβετε και από τις φωτογραφίες.

Ακριβώς κάτω από το κτήμα, μια στενή πέτρινη σκάλα οδηγεί σε μικρή βοτσαλωτή παραλία.

O Φέρμορ μέσα στο σπίτι έχει βάλει όλες τις επιρροές από τα ταξίδια που έχει κάνει. Η «ντόπια» αρχιτεκτονική συναντά τον κωνσταντινοπουλίτικο αέρα μαζί με αρκετές βαλκανικές πινελιές.

Είναι ένα σπίτι φτιαγμένο με αγάπη, αγάπη αφηρημένα και αγάπη για τη Μάνη. Εκεί έφτασε πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’30. «Το καθετί στην Ελλάδα σε απορροφά και σε ανταμείβει. Δύσκολα συναντάς βράχο ή ποτάμι που να μην έχει τη δικιά του μάχη, ή έναν μύθο, ένα θαύμα, ένα λαϊκό ανέκδοτο ή μια πρόληψη… » γράφει στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης της «Μάνης» (μαζί με τη «Ρούμελη» είναι τα δύο του κομβικά έργα για την Ελλάδα).

Είχε ενδιαφέρον το ταξίδι του. Αφού έφτασε στη Σπάρτη, καβάλησε τον Ταΰγετο και έφτασε στο χωριό Κάμπος. Από εκεί Καρδαμύλη και σιγά σιγά προσέγγισε την Αρεόπολη και τη Μέσα Μάνη. Από τα κυπαρίσσια και τα σταφύλια, στην πέτρα και το λιοπύρι, σε όλα εκείνα τα μέρη που δεν φυτρώνει τίποτα.

Ο Φέρμορ μαγεύεται απ’ όλα. Από τις ιστορίες, τις δοξασίες, τις δεισιδαιμονίες, το κρασί, τις ψητές πατάτες, τους Πύργους των Μαυρομιχάληδων, την ομορφιά στα μαυρισμένα πρόσωπα των γυναικών. Παρασύρεται στην αγριάδα του τοπίου αντιμετωπίζοντας με καλοσύνη, χωρίς αγγλικό σνομπισμό, όλους αυτούς τους κατοίκους που ζούσαν τόσο μακριά από τον τεχνολογικό πολιτισμό της εποχής.

«Η Καρδαμύλη ήταν διαφορετική απ΄όλα τα χωριά που είχα δει στην Ελλάδα. Αυτά τα χτισμένα με χρυσαφένιες πέτρες σπίτια, με τους μεσαιωνικούς τους πυργίσκους, έμοιαζαν με μικρά κάστρα. Πάνω τους πρόβαλλε μια όμορφη εκκλησία. Τα βουνά έπεφταν απότομα μέχρι σχεδόν κάτω την ακρογιαλιά. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα ασπρισμένα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, μεγάλα όλο ψιθύρους καλάμια, τρία μέτρα ψηλά, ταλαντεύονταν με την πιο απαλή πνοή του ανέμου.»

Αυτή ήταν και η πρώτη του αίσθηση για την Καρδαμύλη.

Το 1996, οΠάτρικ και η Τζόαν Λι Φέρμορ δώρισαν εν ζωή στο Μουσείο Μπενάκη το σπίτι τους στην Καρδαμύλη, με την πρόθεση ότι η κυριότητα του σπιτιού θα μεταβιβαζόταν στο Μουσείο μετά το θάνατό τους.

Η επιλογή της δωρεάς του ακινήτου στο Μουσείο Μπενάκη, προτάθηκε από τον Τζαννή Τζαννετάκη, πολύ στενό τους φίλο. Η πρόταση έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτή από το Μουσείο Μπενάκη δεδομένης και της σχέσης του Λη Φέρμορ με τον ιδρυτή Αντώνη Μπενάκη και την κόρη του Ειρήνη Καλλιγά.

Στο συμβόλαιο δωρεάς, ο Φέρμορ όρισε τον Τζαννή Τζαννετάκη (μεταφραστής της «Μάνης» στα ελληνικά) και τον δικηγόρο Αντώνη Μασουρίδη, ως επιβλέποντες για την καλή εκτέλεση της δωρεάς και των επιθυμιών του. Το Μουσείο απέκτησε την πλήρη κυριότητα του ακινήτου μετά τον θάνατο του Φέρμορ, το φθινόπωρο του 2011.

Εδώ και λίγους μήνες το σπίτι επισκευάστηκε (το κόστος καλύφθηκε εξ’ολοκλήρου από τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος) και ζει τη νέα του εποχή με τρεις ιδιότητες. Σαν μουσείο για όποιον θέλει να το επισκεφθεί, σαν χώρος που θα χρησιμοποιούν σπουδαστές απ’ όλο τον κόσμο ώστε να ολοκληρώνουν το ερευνητικό τους έργο και σαν θερινή κατοικία για ανθρώπους που θέλουν να μείνουν εκεί, ώστε από κάπου να καλύπτονται τα έξοδα συντήρησής του.

Προτεινόμενα