Αλέξης Μινωτής: Ο πραγματικό επίθετο, η ρήξη με τον πατέρα, η διεθνής ακτινοβολία, ο πόνος για τον χαμό της Κατίανας Παξινού και ο θάνατός του

Αλέξης Μινωτής: Ο πραγματικό επίθετο, η ρήξη με τον πατέρα, η διεθνής ακτινοβολία, ο πόνος για τον χαμό της Κατίανας Παξινού και ο θάνατός του

Αλέξης Μινωτής: Οι άγνωστες πτυχές της ζωής του

Στις 8 Αυγούστου του 1898 γεννήθηκε ο Έλληνας ηθοποιός Αλέξης Μινωτής, στα Χανιά της Κρήτης, σε μικροαστικό περιβάλλον εμπόρων και μικροεπιτηδευματιών. Μάλιστα το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξης Μινωτάκης.

Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο διορίστηκε υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα Χανίων. Το 1921, αφού είχε εκπληρώσει και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ακολούθησε τον περιοδεύοντα θίασο του Βεάκη και του Νέζερ που περιέφεραν τον Οιδίποδα Τύραννο.

Για να αντιμετωπίσει τις έντονες οικογενειακές αντιρρήσεις, ο Αλέξης έκοψε το όνομά του και για πολλά χρόνια ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του.

Στην Αθήνα ο Αλέξης Μινωτής εντάχθηκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και για πολλά χρόνια συνυπήρξε ως ηθοποιός με τον Μήτσο Μυράτ, τον Ροντήρη, τον Λογοθετίδη, κάτω από τη στοργική εποπτεία της Μαρίκας. Έπαιξε τα πάντα, από φάρσες έως μελοδράματα και από Αριστοφάνη έως τραγωδία. Στην τραγωδία ευδοκίμησε από νωρίς και συχνά, όσο κατακτούσε τη θέση του στη συντεχνία, αρνιόταν να υπηρετήσει το φτηνό ρεπερτόριο στο οποίο κατέφευγε ο θίασος, χάριν του ταμείου.

Από το 1925 έως το 1930 συνεργάστηκε με τον Σπύρο Μελά στην απόπειρά του να δημιουργήσει Θέατρο Τέχνης στην Αθήνα.

Αλέξης Μινωτής: Ο πραγματικό επίθετο, η ρήξη με τον πατέρα, η διεθνής ακτινοβολία, ο πόνος για τον χαμό της Κατίανας Παξινού και ο θάνατός του

Αλέξης Μινωτής: Η διεθνής ακτινοβολία

Το επόμενο διάστημα υπήρξε συνθιασάρχης στο θέατρο Βεάκη – Παξινού – Μινωτή και από το 1932 έως το 1942 χρημάτισε βασικό πρωταγωνιστικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου. Έκτοτε διέγραψε μία εξαιρετική καριέρα, διεθνούς ακτινοβολίας, αφήνοντας πραγματικά εποχή σε ρόλους όπως στον Άμλετ, τον Πέερ Γκυντ, τους Βρικόλακες, το Μάκβεθ, το Βασιλιά Ληρ, τους δύο Οιδίποδες, και γενικά στο αρχαίο δράμα, σε έργα των Μπρεχτ, Λόρκα, Μπέκετ, κ.ά, αλλά και στο ελληνικό ρεπερτόριο (Χορν, Ξενόπουλος, Μπόγρης, Τερζάκης).

Το 1936 σπούδασε με κρατική υποτροφία τη θεατρική τέχνη στην Αγγλία και τη Γερμανία, όπου γνωρίστηκε προσωπικά με τον Βέρνερ Κράους, θαύμασε τον μεγάλο τεχνίτη Μόισσι και είδε τον Άμλετ και τον Μεφιστοφελή του Γκρύντγκενς. Η ευρωπαϊκή του σπουδή τον οργάνωσε ως ηθοποιό και τον προίκισε με μια τεχνική που υπήρξε ο εξοχότερος κάτοχός της, την εξπρεσιονιστική, μια τεχνική έντονων φωτοσκιάσεων, όπου η μορφή προηγείται του περιεχομένου.

Στα χρόνια της αμερικανικής αυτοεξορίας του, λόγω μέτριας αγγλικής προφοράς, δεν έκανε θέατρο. Μετά την απελευθέρωση (1945) ως σκηνοθέτης, θιασάρχης και ηθοποιός, με επιτυχίες σ’ όλα τα είδη ρεπερτορίου. Ανέβασε στην Επίδαυρο και σε μεγάλα θέατρα του εξωτερικού και όπερα, όπως τη Μήδεια, μία από τις καλύτερες σκηνοθεσίες στον κόσμο, με την αξέχαστη Μαρία Κάλλας.

Ο Αλέξης Μινωτής χρημάτισε καλλιτεχνικός διευθυντής (1964-67) και γενικός διευθυντής (1974-80) του Εθνικού Θεάτρου. Έγραψε τα δοκίμια Εμπειρική θεατρική παιδεία και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις.

Αλέξης Μινωτής: Ο πραγματικό επίθετο, η ρήξη με τον πατέρα, η διεθνής ακτινοβολία, ο πόνος για τον χαμό της Κατίανας Παξινού και ο θάνατός του

Αλέξης Μινωτής: Τα λόγια αγάπης για την απώλεια της Κατίνας Παξινού

Η Παξινού πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου του 1973 νικημένη από τον καρκίνο. Ο Αλέξης Μινωτής είχε μιλήσει  με συγκινητικά λόγια και απέραντη αγάπη και θαυμασμό για τη σύζυγό του Κατίνα Παξινού, οχτώ χρόνια μετά τον θάνατό της έχοντας πει: «Οι άσπλαχνες μέρες του τέλους είχαν φτάσει. Η Κατίνα είχε βαρύνει πολύ. Ανάπνεε δύσκολα. Κι όμως στην πιο μικρή ανάπαυλα του αγώνα της λέγαμε πως καλυτέρεψε (τόσο το ποθούσαμε). Λέω εμείς και δεν ξέρω ποιους ακριβώς εννοώ. Γιατροί ανήμποροι, νοσοκόμες ανυπόμονες η μια μετά την άλλη. Άκαιρες επισκέψεις χωρίς νόημα. Τηλέφωνα, δακρυσμένα μάτια και πολλή απορία, μεγάλη. Η Κατίνα Παξινού διαγνώστηκε με καρκίνο Απίστευτο να χάνεται έτσι τέτοιος άνθρωπος και βοήθεια από πουθενά.

Γονάτισα να προσευχηθώ, να συντριβώ, να ικετέψω. Το’ χα κάνει σ’ άλλη παρόμοια περίπτωση στην ξενιτιά και είχε αποτέλεσμα. Είχε! Θυμάμαι το κατάβαθο του είναι μου που τ’ αντάμωσα τότε στιγμιαία για πρώτη φορά. Το βαθύτερο μέρος της ψυχής μου. Αυτό ανακαλούσα με δύναμη, με καημό με ελπίδα, όμως αλίμονο, λαβωμένη, αμφίβολη. Τότε στα ξένα η ελπίδα ήταν στέρεη και η προσευχή έφτανε κάπου. Το ‘νιωθα έτσι γονατιστός όπως ήμουν. Όταν οι γιατροί βγήκαν από το χειρουργείο χαρούμενοι που είχε σωθεί, μου φάνηκε πως ήταν πολύ φυσικό, αφού μέσα μου ήταν μια τρέμουσα μεν, μα ισχυρή βεβαιότητα. Τώρα δεν ερχόταν ελπίδα, η προσευχή κόνταινε αντί να μακραίνει κι ήταν όλα σκοτεινά.

Οι μαθητές που ζούσαν από το μισθό της Το τηλέφωνο δε σταματούσε. Κάποιος έτρεξε να δει μήπως ήταν γιατρός, φώναξαν εμένα, με δυσφορία ρώτησα ποιος είναι. Μου απάντησε μια άγνωστη νεανική φωνή και ρωτούσε αν γινόταν να έρθει αυτός και οι φίλοι του να δουν την άρρωστη. Δεν το λόγιαζαν πως ήταν τόσο σοβαρά. Αποκρίθηκα απότομα πως ούτε οι γιατροί δεν μπαίνουν πια μέσα στο δωμάτιο και τότε, απολογούμενος κάπως ο νέος μου είπε: «Είμαστε τρεις μαθητές της από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αυτοί που παίρνουμε το μισθό της και νομίζαμε χρέος μας να την επισκεφτούμε». Μου κίνησε την περιέργεια, μ’ όλο που δεν ήταν ώρα για περιέργειες, αλλά εδώ ήταν κάτι παράδοξο. Ρώτησα. Μου εξήγησε πως από καιρό πολύ, αυτοί οι τρεις άποροι μαθητές της ζούσαν και σπούδαζαν με τη δική της βοήθεια, ολόκληρο δηλαδή το μισθό της, χωρίς να το ξέρει κανείς παρά ο γραμματέας μόνο της Σχολής. Ήταν βέβαια μια πληροφορία πολύ κοντά στη συγκίνηση της στιγμής και μου προκάλεσε έντονη κρίση. Αν και παρόμοια περιστατικά ήταν άπειρα στην καθημερινή και στην καλλιτεχνική ζωή της Παξινού. Πόσες φορές δεν χάρισε τα φορέματά της σε συναδέλφους κι ύστερα παραπονιόταν πως δεν είχε τι να φορέσει. Πόσες φορές δεν προσποιήθηκε αδιαθεσία για να δώσει την ευκαιρία σε κάποια αντικαταστάτριά της να δοκιμάσει τον ρόλο ας ήταν και της λαίδης Μάκμπεθ ή της Ιοκάστης! Παξινού και Μινωτής στην παράσταση «‘Αμλετ» Ήταν σκορποχέρα είναι η αλήθεια μα πάντα για χάρη κάποιου συνανθρώπου της, ποτέ για τον εαυτό της, ποτέ γι΄ αυτή την ίδια.

Η Παξινού ήταν η μουσική… Βέβαια είναι γεγονός πως έπαιρνε ταξί από τη Βιέννη για να προλάβει τη συναυλία στο Σάλτσμπουργκ, αλλά αυτό ήταν ας πούμε δώρο στη μουσική που ήταν η βάση του είναι της. Γιατί η μουσική ήταν η ίδια. Όχι πως ήταν σπουδαγμένη από μικρή και προτού γίνει 20 χρονών, είχε πάρει χρυσό βραβείο Ωδικής στο «Κονσερβατουάρ» της Γενεύης, μα ήταν από Θεού έτσι γεννημένη μουσικός, ένα έρρυθμο πλάσμα, μια μουσική ευγλωττία υψηλού επιπέδου. Ο ψυχικός της πλούτος δεν ήταν άλλο από παρόρμηση καλλιτεχνική και μουσική ιδιαίτερα. Δεν είχε προχωρήσει στο ελληνικό σχολείο πέρα από τις 2-3 πρώτες τάξεις του δημοτικού κι ύστερα την έστειλαν στο εξωτερικό, στην Ελβετία.

Η γλώσσα της ήταν τα γαλλικά. Τα ελληνικά της, όταν ήρθε μαζί μας αργότερα στο θέατρο, δεν ήταν πρώτης γραμμής και μάλιστα μπορεί να πει κανείς πως είχε κάποιο ξενικό ιδιωματικό τόνο. Κι όμως μπήκε τάχιστα στο βάθος της μελωδίας και στα μυστικά της δημοτικής μας γλώσσας, όσο κανένας πιστεύω, γιατί το πρόσεξα ιδιαίτερα, κανένας μας δεν πρόφερε ποτέ όπως η Κατίνα από σκηνής, τον τέλειο ποιητικό λόγο, απλά, σταθερά, χωρίς απαγγελίες, ποιητικά. Κυρίως στην Επίδαυρο, όπου βέβαια είναι χώρος απόλυτα μουσικός. Αλλά ας γυρίσουμε στα μικρά. Γυναίκα απλή, αγαπούσε τα απλά μα και τα δύσκολα. Για να τα μαστορεύει, να τα εφευρίσκει. «Και παπούτσια μπορούσε να κατασκευάσει», όπως έλεγε, αν το έβαζε στον νου της. Καταπιάστηκε να ζωγραφίσει κάποτε και πέτυχε απόλυτα. Αλλά το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, ύστερα από το ξόδεμα της σκηνής. Κατίνα Παξινού- Αλέξης Μινωτής. Φωτο: ΕΛΙΑ Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της, τώρα τυλίγουν την προτομή της στο Α’ Νεκροταφείο. Γυναίκα πολύμορφη στο πνεύμα. Είχε βέβαια καλλιεργηθεί από μια μεγάλη μουσική παιδεία και είχε φιλολογική ενημέρωση, αλλά ήταν αυθόρμητη και γοργή στη σκέψη. Εννοούσε το κάθε τι, ό,τι πιο δύσκολο, τον Αισχύλο λόγου χάρη με άνεση σοβαρού μελετητή και γι’ αυτό ίσως η Κλυταιμνήστρα, εξαγιάστηκε μόνο όταν έπεσε στα χέρια της και έγινε πανανθρώπινο σύμβολο και όχι στυγνή μέγαιρα.

Η κατατριβή της με τα μικρά πρακτικά προβλήματα της ρουτίνας: «Τι θα φάμε, πόσους θα καλέσουμε; Πριν ή μετά την παράσταση;», τι υπήρχε, φροντίδες εντολές στην υπηρεσία για επάρκεια ειδών και πολλά τέτοια. Οι κλωστές παραπέρα αραδιασμένες προσεκτικά για το κέντημα στη μνήμη του Λόρκα με σχέδιο από τις ζωγραφιές του. Τότε έπαιζε καθημερινά τον Ματωμένο Γάμο και πριν τελειώσει η σειρά των πολλών παραστάσεων, το είχε κιόλας έτοιμο κεντώντας παντού, στο καμαρίνι στο σπίτι, όπου να ‘ταν. …. Τώρα που πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτήν, 8 χρόνια μετά τον θάνατό της αν και συντηρούμε άσβηστη τη φλόγα στην καρδιά μας αν και τη βλέπουμε καθημερινά σχεδόν εκεί που κείτεται, δεν βρίσκουμε τα λόγια τα ταιριαστά δεν βρίσκουμε πολύτιμες λέξεις για να πλέξουμε τον αίνο της τραγωδού, της μουσικού, της συντρόφου, της μεγάλης φίλης»….

Αλέξης Μινωτής: Ο πραγματικό επίθετο, η ρήξη με τον πατέρα, η διεθνής ακτινοβολία, ο πόνος για τον χαμό της Κατίανας Παξινού και ο θάνατός του

Το τέλος της ζωής του Αλέξη Μινωτή

Πέθανε, πλήρης ημερών, στις 11 Νοεμβρίου του 1990.

Προτεινόμενα