Γιάννης Πάριος: Πιο αποκαλυπτικός από ποτέ για την προσωπική του ζωή
Ο καταξιωμένος Έλληνας τραγουδιστής, έχει πλέον επιλέξει έναν ήρεμο τρόπο ζωής, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μιλά για την ζωή του και την σπουδαία καριέρα του στην μουσική.
“Υπάρχουν νύχτες που θέλω να πω φωναχτά κάτι, που θέλω επιλεκτικά κάποιον, που ανοίγω όλες τις τηλεοράσεις για να ακούω θόρυβο. Προτιμώ, όμως, να είμαι μόνος από το να πληγώνω έναν άνθρωπο. Αυτό που με νοιάζει είναι πώς θα με θυμούνται τα παιδιά μου. Θέλω να λένε πως είχαν έναν καταπληκτικό πατέρα. Αυτό που λέω εγώ για τον δικό μου. Το μόνο που πέτυχα στη ζωή μου”, Γιάννης Πάριος.
“Σύζυγος δεν είμαι καλός. Σύντροφος ήμουν καλός, όσο διαρκούσε. Αλλά καλός πατέρας δεν έπαψα να είμαι. Και δεν το κάνω επειδή πρέπει, αλλά επειδή πιστεύω ότι δεν έχω πολυτιμότερο πράγμα από τα παιδιά μου.
Σε μένα τα παιδικά χρόνια δεν επιστρέφουν, γιατί δεν έχουν φύγει ποτέ. Μου τα θυμίζει η Πάρο (σ.σ.: όχι “η Πάρος”) κάθε φορά που πηγαίνω και κάθε φορά που φεύγω.
Περισσότερες δηλώσεις του Γιάννη Πάριου για την ζωή του
Θυμάμαι τότε που ήμουν γύρω στα έντεκα και δεν είχα καλά παπούτσια. Επαιρνα πάντα αυτά που μου έδινε ο ξάδερφός μου, ο Γιαννάκης, που ζούσε στην Αθήνα. Δεν ήταν κι αυτός ο φουκαράς κανένας πλούσιος, τα έλιωνε, κι εγώ πήγαινα και τους έβαζα χαρτόνια για να μη βρέχονται τα πόδια μου. Μια μέρα, μου λέει ο μπαμπάς μου: “Τα Χριστούγεννα θα σου πάρω παπούτσια”. Εκεί κοντά στον φάρο του πατέρα μου, ένα φορτηγό έπεσε σε φουρτούνα, πέταξαν το φορτίο του, γέμισε η ακτή λάστιχα αυτοκινήτου. Τα μάζεψε ο πατέρας, τα έδωσε έναντι στον τσαγκάρη και του είπε: “Κάνε στον μικρό παπούτσια”. Το βράδυ που μου τα έφερε, παραμονή Χριστουγέννων, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Είχα το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού και τα έβλεπα. Περίμενα να ξημερώσει, να τα βάλω στην εκκλησία. Μόλις τα φόρεσα, του είπα: “Eχω ένα παράπονο, ρε μπαμπά, δεν κάνουν γκζ-γκζ”. Μου λέει: “Ετσι κάνει το δέρμα, παιδί μου. Αυτά είναι από λάστιχο. Θα κρατήσουν περισσότερο όμως”».
Ο πατέρας μου, ήταν εκείνος που με πίστεψε και εκείνος που μου άφησε το καλύτερο κομμάτι σοφίας. Οταν αποφάσισα να γίνω τραγουδιστής, όλοι αντιδρούσαν. Μόνο η μάνα μου ήταν αμέτοχη, κάπου με πίστευε και εκείνη.
Αντιδρούσαν, όμως, οι αδελφές μου, οι γαμπροί μου: “Ελα, ρε Γιάννο, τραγουδιστής θα γίνεις; Χιλιάδες πάνε και δεν τα καταφέρνουν, εσύ θα πετύχεις;”.
Κι εγώ έλεγα: “Θα πάω να κάνω αυτό που μου αρέσει και θα πετύχω… Δεν θέλω σώνει και καλά να σπουδάσω!”. Ξέρεις, στα χωριά, στα νησιά ειδικά, ρωτούσαν: “Τι θα γίνει ο γιος σου, κυρα-Μαρουσώ;”. Και έπρεπε να πεις “ή γιατρός ή παπάς ή δάσκαλος, δικηγόρος”
Μια μέρα, γυρίζω στον καπετάν Χαραλάμπη: “Μπαμπά, εσύ τι λες;”. Μου απαντά: “Εγώ σου έχω τεράστια εμπιστοσύνη, παιδί μου, μόνο, ό,τι κι αν κάνεις στη ζωή σου, να ξεπεράσεις το μέτριο. Μη γίνεις μέτριος.
Λούστρος; Πρώτος λούστρος. Γιατρός; Πρώτος γιατρός. Τραγουδιστής; Πρώτος τραγουδιστής. Στους πρώτους να είσαι πάντα”. Αυτό το κουβαλάω συνέχεια από εκείνον…
Ηταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Αν έκανε κάποιος από εμάς αταξία, έλεγε στη μάνα μου: “Ελα, βρε Μαρουσάκι μου, έλα, μικρά είναι, θα μεγαλώσουν, θα γίνουν καλοί άνθρωποι”.
Είναι το