Μοναχοί: Γιατί αλλάζουν το όνομα τους
Πρώτος λόγος που αλλάζει το όνομα του κάποιος που γίνεται μοναχός είναι η απάρνηση ολοκληρωτικά της προηγούμενης ζωής και η συνεχής ενθύμηση της μεταβολής της, και δεύτερον, για να έχουμε παράδειγμα τον άγιο στην πορεία της ζωής μας, του οποίου φέρουμε το όνομα.
Η αλλαγή του ονόματος, μας βοηθά να ξεχνούμε το παρελθόν και συνεχώς υπενθυμίζει την μεταβολή που έγινε σ’ αυτόν που άλλαξε τον τρόπο της ζωής του και τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, που οφείλει να εκπληρώνει με πολλή αγάπη και προθυμία.
Το όνομα είναι τόσο πολύ συνδεδεμένο με το πρόσωπο, ώστε να μη μπορούμε να ξεχωρίσουμε την προσωπικότητά μας από αυτό. Γι’ αυτό και η ενθύμηση του ενός φέρνει στην μνήμη το άλλο και η αναφορά στο ένα γίνεται ταυτόχρονα και προς το άλλο.
Εφόσον έχουμε το παλιό όνομα υπάρχει αναπόσπαστη η μνήμη του παλαιού ανθρώπου, αντίθετα όταν ακούμε το νέο όνομα υπάρχει μνήμη του νέου ανθρώπου.
Επικράτησε να γίνεται η αλλαγή του ονόματος, για την ηθική δύναμη που έχει. Η αλλαγή όμως χάνει τη δύναμή της, όταν η θέλησή μας αδρανεί να εκτελεί και να εφαρμόζει τις υποσχέσεις, που υπενθυμίζει το νέο όνομα στους μοναχούς.
Αυτό δε συμβαίνει, διότι ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος και αγαπούν περισσότερο αυτόν από τον νέο, γι’ αυτό και αδιαφορούν στις συνεχείς υπομνήσεις που γίνονται σ’ αυτούς όταν τους καλούν με το νέο όνομα.
Η αδιαφορία αυτή προς τις υποχρεώσεις, τις οποίες υπενθυμίζει στους μοναχούς το όνομα, μαρτυρεί την ύπαρξη ενός άλλου κακού, την αθέτηση της φωνής της συνειδήσεως.
Διότι σε κάθε αθέτηση του καθήκοντος της νέας ζωής, που υπενθυμίζει πάντοτε το νέο όνομα, η συνείδηση επαναστατεί και διαμαρτύρεται, αλλά δεν εισακούεται, διότι κυριαρχεί ο παλαιός άνθρωπος, ο οποίος περιφρονεί τις αξιώσεις του νέου ανθρώπου, που εκφράζονται από τη φωνή της συνειδήσεως.
Οι λόγοι που κάθε μοναχός αλλάζει το όνομά του
Η περιφρόνηση αυτή φθάνει μέχρι τέτοιο σημείο, ώστε και να αποδοκιμάζει τη φωνή της συνειδήσεως, ότι αξιώνει ανόητα και παράλογα, και στο τέλος της επιβάλλει τη σιωπή. Η κατάσταση αυτή μοιάζει με την πώρωση της συνειδήσεως.
Ο δε μοναχός που περιφρόνησε τη φωνή για την τήρηση των υποχρεώσεών του, αυτός έπαθε, ό,τι υποφέρουν όσοι έχουν πώρωση συνειδήσεως και αλλοίμονο σ’ αυτόν.
Αυτός θα κατακριθεί, διότι δεν έζησε κατά Θεόν, και έβαλε το εγώ του και τη δική του γνώση πάνω από τη γνώση των Οσίων Πατέρων, και διότι δεν έκανε καλή προσφορά.
Πρόσφεραν στον Θεό θυσίες οι αδελφοί Κάιν και Άβελ, αλλά ο Κάιν δεν έκανε καλή προσφορά και αποδοκιμάστηκε από τον Θεό. Πρόσφερε ο Οζίας θυμίαμα στο Θεό με χρυσό θυμιατήριο, αλλά κατακρίθηκε, γιατί δεν έκανε καλή προσφορά.