Μπορεί να μετρά ήδη επτά αιώνες «ζωής» και να αποτελεί το ποτό της παρέας, ωστόσο, παρά τη μεγάλη δημοφιλία του ήδη από τον 14ο αιώνα, μόλις την τελευταία δεκαετία το τσίπουρο κατάφερε να ξεπεράσει τα τοπικά «σύνορα» και να «ταξιδέψει» από τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου και τα νησιά μας σε κάθε εστιατόριο, σουπερμάρκετ, μεζεδοπωλείο στην Ελλάδα -και όχι μόνο.
Πράγματι, από ένα καθαρά παραδοσιακό απόσταγμα το τσίπουρο εξελίχθηκε σε μία τάση που κατέκτησε -και συνεχίζει να κατακτά- άτομα κάθε ηλικίας, έχοντας μάλιστα καταλάβει τη θέση άλλων ανταγωνιστικών προϊόντων και καταφέρνοντας να καταστεί μέρος μίας τελετουργίας που σκοπό έχει να μας φέρει πιο κοντά και να παρατείνει τις κοινωνικές μας συναναστροφές.
Το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια σημειώνει συνεχώς μια ανοδική πορεία, δεν είναι τυχαίο. Οι νέοι και οι νέες παραγγέλνουν τσίπουρο στις βραδινές τους εξόδους και τις κυριακάτικες εξορμήσεις τους, αποζητώντας κάθε φορά μια έντονη και διαφορετική γευστική εμπειρία.
Μα τι είναι, τέλος πάντων, το μονοποικιλιακό;
Με το 2020 να απέχει μία μόλις «ανάσα», λοιπόν, ένας νέος όρος που αφορά και στο τσίπουρο έχει κάνει την εμφάνισή του στην καθημερινότητά μας και μάλιστα, όπως φαίνεται, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο υψηλής ποιότητας. Διότι σήμερα, εκείνοι που ξέρουν από τσίπουρο, δίνουν το «δεκαράκι» τους στα μονοποικιλιακά αποστάγματα, υποστηρίζοντας πως μόνο αυτά αξίζουν πραγματικά μια θέση στο τραπέζι μας.
Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια ματιά στο τι σημαίνει πραγματικά μονοποικιλιακό τσίπουρο και ας προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε ποιοι είναι οι παράγοντες που κάνουν τη διαφορά στον τρόπο που απολαμβάνουμε σήμερα το αγαπημένο μας απόσταγμα. Άραγε, πόσα έχουν αλλάξει από χθες;