Σαλονικιός: Η ιστορία πίσω από το επιτυχημένο τραγούδι του Στράτου Διονυσίου
Και ποιος δεν γνωρίζει μέχρι και σήμερα την τεράστια λαϊκή επιτυχία του Στράτου Διονυσίου, γνωστή ως “Σαλονικός” που έχει αφήσει ιστορία.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η πόρτα ενός νυχτερινού κέντρου κάπου στη Θεσσαλονίκη ανοίγει διάπλατα. Παρά το γεγονός πως ήδη οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έχουν κάνει την εμφάνισή τους και οι θαμώνες του κέντρου είναι ζαλισμένοι και στο… τσακίρ κέφι από το αλκοόλ, η ψιλόλιγνη ανδρική φιγούρα που μπήκε μέσα στο μαγαζί μόνο αδιάφορους δεν τους αφήνει. Όσοι ξέρουν τον όμορφο γενειοφόρο νεαρό, «μαζεύονται» και χαμηλώνουν το βλέμμα. Όσοι δεν τον ξέρουν παρακολουθούν τις αντιδράσεις των πρώτων και τρομάζουν.
Η νύχτα, άλλωστε, είναι γνωστό πως «μαγκιές» δεν χωράει. Αν νιώθεις πως για κάποιον λόγο «δεν σε παίρνει» καλό είναι να κάνεις πίσω. Το βήμα του αργό και το βλέμμα του δεν αφήνει και πολλά περιθώρια. Η νύχτα (κυρίως με την κακή της έννοια) είναι για αυτόν ένα προνομιακό πεδίο. Είναι ο χώρος του. Η Θεσσαλονίκη είναι το λημέρι του. Αυτός κάνει κουμάντο και δεν χάνει την ευκαιρία να το δείχνει. Με κάθε τρόπο. Όσο σκληρός ή αιματηρός κι αν είναι αυτός.
«Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε του λεζάντα, την βραδιά να κλέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, γέμισε την πίστα, ο Σαλονικιός»…
Αναλυτικά η ιστορία πίσω από το λαϊκό τραγούδι “Σαλονικιός”, Στράτος Διονυσίου
Ο Γιάννης Γκουλιόβας γεννήθηκε στο Κολλινδρό Πιερίας. Τα γράμματα δεν τα… «έπαιρνε», κάποια τέχνη δεν έμαθε, του άρεσε το εύκολο χρήμα και κάπως έτσι η πορεία του χαράχτηκε από πολύ νωρίς. Πριν ακόμα ενηλικιωθεί συλλαμβάνεται για πρώτη φορά για κλοπή μοτοσικλέτας. Από εκεί και πέρα αναμορφωτήρια και φυλακές έγιναν το δεύτερο σπίτι του. Όπως συνηθίζεται όταν κάποιος δεν βρεθεί πίσω από τα κάγκελα από κάποια άσχημη συγκυρία ώστε να επιστρέψει γρήγορα στο κοινωνικό σύνολο, «μπαίνει μαθητούδι και βγαίνει πρύτανης» στο έγκλημα.
Από το 1965 και μετά η φήμη του Γκουλιόβα αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις «θρύλου». Λημέρι του πλέον έχει γίνει η Θεσσαλονίκη και έτσι αποκτά και το προσωνύμιο του. Ο «Σαλονικιός» είναι ο πλέον γνωστός νταής της πόλης. Νταβατζής, σκληρός και άκρως επικίνδυνος δεν διστάζει να τραβήξει πιστόλι ή να βγάλει μαχαίρι δια ασήμαντον αφορμή ή ακόμα και για επίδειξη δύναμης, χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι. Μπαίνει μέσα στα νυχτερινά κέντρα της πόλης και αφήνει το όπλο του πάνω στο τραπέζι, προκειμένου να στέλνει μήνυμα σε όσους (με άγνοια κινδύνου) ήθελαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του. Η αστυνομία βρίσκεται διαρκώς στο κατόπι του και δεν τον αφήνει ήσυχο, παρά το γεγονός πως αυτός δεν δείχνει να ενοχλείται. Το να μπαινοβγαίνει στις φυλακές δεν είναι κάτι που τον ενοχλεί. Πιθανότατα το έβλεπε και σαν ευκαιρία για νέες γνωριμίες ή… ξεκούραση. Στον «Σαλονικιό» άρεσε να επαναλαμβάνει τη φράση που είχε πει ο αναρχικός Κλεμάν Ντυβάλ στο δικαστήριο που παρουσιάστηκε ύστερα από κλοπή και επίθεση κατά των αστυνομικών:
«Ο αστυφύλακας με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου. Κι εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας». Το ποινικό του μητρώο περιελάβανε κάτι περισσότερο από τον… μισό ποινικό κώδικα! Παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, μαστροπεία, εκβιασμοί, κλοπές, ληστείες, φθορά ξένης περιουσίας, απλές και επικίνδυνες σωματικές βλάβες, αντίσταση κατά της αρχής και η λίστα τελειωμό δεν έχει.
Όσο ο «Σαλονικιός» αύξανε την δράση του, τόσο μεγάλωνε η φήμη του, τόσο πιο αδίστακτος και «αχόρταγος» γινόταν.
Κυκλοφορούσε με πολυτελή αυτοκίνητα, έπαιζε μεγάλα ποσά στον ιππόδρομο και σύχναζε σε παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες προκειμένου να παίζει την αγαπημένη του πόκα. Όσοι ξέρουν έλεγαν πως ο Γκουλιόβας εμφανιζόταν σε αυτά τα μέρη με δυο νεαρές πόρνες από τις οποίες έπαιρνε τις εισπράξεις της βραδιάς και στη συνέχεια τις ανάγκαζε να μένουν δίπλα του και να τον φροντίζουν. Όταν δεν γινόταν αυτό, δεν δίσταζε να τις χτυπά ακόμα και δημόσια.
Από ένα σημείο και έπειτα ο «Σαλονικιός» άρχισε να φυλάγεται καλύτερα από τους αστυνομικούς οι οποίοι τον κατεδίωκαν διαρκώς διότι σε βάρος εκκρεμούσαν μια… στοίβα εντάλματα σύλληψης καθώς ολοένα και πλήθαιναν όσοι έσπευσαν στις αρχές προκειμένου να καταγγείλουν (ανώνυμα τις περισσότερες φορές) την εγκληματική του δράση. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν και η γνωστή τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλανς (Αγγελική Μούτση) η οποία ένα βράδυ, τρομοκρατημένη κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα και ζήτησε από τον αξιωματικό υπηρεσίας να της επιτρέψει να κοιμηθεί εκεί γιατί κάποιος την κυνηγούσε για να της χαράξει το πρόσωπο. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του αστυνομικού η τραγουδίστρια δεν έλεγε το όνομα του ανθρώπου που την κυνηγούσε γιατί, όπως είχε πει, φοβόταν για τη ζωή της.
Τελικά, η Μπέμπα Μπλανς αποκάλυψε στους αστυνομικούς αυτό που ήδη υποψιάζονταν. Πίσω απ’ όλα αυτά βρισκόταν ο «Σαλονικιός» ο οποίος εκβίαζε την τραγουδίστρια και της είχε αποσπάσει πολλές εκατοντάδες χιλ