Αληθινή εξομολόγηση: “Μου είπαν πως παίρνουν από το Κρατικό. Πάγωσα. Ο Χρήστος μου σταμάτησε να μεγαλώνει στα 16 του”

by Τόνια Τζαφέρη
Αληθινή εξομολόγηση: “Μου είπαν πως παίρνουν από το Κρατικό. Πάγωσα. Ο Χρήστος μου σταμάτησε να μεγαλώνει στα 16 του”

Εξομολόγηση: Το κείμενο που θα σε συγκινήσει και θα σου περάσει ένα σημαντικό μήνυμα

Πολλοί είναι οι νέοι με άγνοια κινδύνου οι οποίοι πιστεύουν πως δεν θα πάθουν ποτέ τίποτα, ωστόσο αυτό δεν οδηγεί πολλές φορές σε καλό.

Ο Χρήστος που σταμάτησε να μεγαλώνει και μια μάνα που βιώνει τον δικό της πόνο. Γράφει την ιστορία της για το πως έχασε τον γιο της για να προστατέψει και τα άλλα παιδιά. Για να δώσει κουράγιο και σε άλλους γονείς.

“Με λένε Ευαγγελία και έχω, μάλλον είχα, έχω, 2 αγόρια. Ο μεγάλος μου ο γιος ο Παναγιώτης μου είναι τώρα 32 χρονών και ο μικρός σταμάτησε να μεγαλώνει στα 16 του χρόνια ο Χρήστος μου.

Ο Παναγιώτης ήταν πάντα ένα ήρεμο παιδί, ούτε που κατάλαβα πως τον μεγάλωσα. Πότε πέρασαν τα χρόνια, το καμάρι μου έχει ήδη κάνει δική του οικογένεια. Έχει ένα υπέροχο κοριτσάκι. Αυτό το κορίτσι μας δίνει χαρά και κουράγιο να συνεχίσουμε από τα χαλάσματα. Να βρούμε τη δύναμη και τη χαρά σε αυτό το ρημαδιασμένο σπίτι.

Αληθινή εξομολόγηση: “Μου είπαν πως παίρνουν από το Κρατικό. Πάγωσα. Ο Χρήστος μου σταμάτησε να μεγαλώνει στα 16 του”

Ο Χρήστος ήταν πάντα ατίθασο παιδί, σκληρό, από μικρός ήταν ο φασαρίας της γειτονιάς και του σπιτιού και του σχολείου. Πολύ κοινωνικό παιδί αλλά πολύ σκληρό.

Έπεφτε από μικρός με το ποδήλατο και ποτέ δεν κυλούσε δάκρυ από τα μάτια του. Ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι το τάδε παιδί τον χτύπησε. Ερχόταν σπίτι με μελανιές, χτυπήματα αλλά πάντα έλεγε με χαμόγελο: Μαμά και μου έριξαν και τους έριξα. Ξέρεις γιατί; Γιατί είμαι δυνατός σαν εσένα. Αχ βρε Χρήστο μου, του έλεγα, πότε θα βάλεις μυαλό. Πότε θα σταματήσεις να μαλώνεις… και μουρμουρούσε.

Ήθελα να είναι ανεξάρτητος, έλεγε θα πάω να μοιράζω φυλλάδια να βγάλω χαρτζιλίκι. Για να πάρω το μπουφάν που θέλω. Κάτσε ρε αγόρι μου του έλεγα κοίτα τα μαθήματα σου και κάτι θα κάνουμε. Ερχόταν με φιλούσε, όχι ρε μάνα θα δουλέψω. Και θα το πάρω με τα δικά μου λεφτά. Και μια μέρα θα βγάλω πολλά λεφτά και θα σου πάρω υπηρέτρια για να μη κουράζεσαι μου έλεγε. Και τότε τον αγκάλιαζα και του έλεγα, την υγειά μας να έχουμε παιδί μου και όλα τα άλλα θα έρθουν”.

“Του μίλησα πάρα πολλές φορές, Χρήστο μου φοβάμαι. Χρήστο μου μη το πάρεις μόλις πας 18 και βγάλεις δίπλωμα θα σου πάρουμε αυτοκίνητο. Θα έχεις και του μπαμπά δεν το χρειάζεσαι. Εκεί εκείνος, ανένδοτος. Μίλα του ρε Μίμη και εσύ, έλεγα στον άντρα μου.

Η συνέχεια της εξομολόγησης: “Του φώναζε, κάνανε ομηρικούς καβγάδες, μέχρι και ο αδερφός του ήταν ενάντια σε αυτό”

Τελικά το πήρε, ήρθε μια μέρα γεμάτος χαρά και περηφάνια ότι το πήρε. Και έλα μάνα να σε πάω μια βόλτα. Έπεσα να πεθάνω, ρε Χρήστο μου ρε αγόρι μου δεν είπαμε όχι. Δεν είπαμε θα πάρεις αυτοκίνητο, δεν είπαμε ότι δεν πρέπει. Δεν είπαμε ότι είναι ότι πιο επικίνδυνο υπάρχει. Βγες ρε μάνα να το δεις, μου έλεγε, να σε πάω μια βόλτα. Δεν θέλω τίποτα Χρήστο να δω από αυτό. Δεν θέλω να το έχεις, πούλησε το να μη το βλέπω.

Δεν πέρασαν 2 μέρες και το τηλέφωνο χτύπησε, 4 ακριβώς το μεσημέρι. Η κυρία …μάλιστα η ίδια ποιός είναι παρακαλώ; Τηλεφωνώ από το Κρατικό Νοσοκομείο…..ναι ποιός είπατε ότι είναι; Μια άρνηση στα αφτιά μου. Στον εγκέφαλο μου. Δεν έφτανε να επεξεργαστεί την πληροφορία ο εγκέφαλος μου. Δεν άκουγα από που μου τηλεφωνούσαν.

Το μόνο που θυμάμαι είναι ένας θόρυβος εκκωφαντικός. Οι φωνές του Παναγιώτη από μέσα στην ίδια γραμμή τηλεφώνου. Μου κόπηκαν τα πόδια, έχασα τη γη κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μου. Τα έχασα. Δεν έβγαινε η φωνή μου, δεν μπορούσα να ανασάνω, δε μπορούσα να κάνω τίποτα, παρέλυσα.

Κατάφερα να βγω μπουσουλώντας ως την πόρτα και να φωνάξω την μητέρα μου που μένει στον κάτω όροφο”.

“Πήραμε βιαστικά ένα ταξί ούτε τον Μίμη δεν πρόλαβα να πάρω τηλέφωνο. Φτάσαμε στο νοσοκομείο και μόλις αντίκρισα τον Παναγιώτη μου με χέρια στα αίματα έπεσα λιπόθυμη στο πάτωμα. Δεν μπορεί δεν ήταν αλήθεια. Με συνέφεραν μέσα σε λίγα λεπτά ο Παναγιώτης ήταν στην αγκαλιά μου και σπάραζε. Του φιλούσα τα χέρια μέσα στα αίματα και τον παρακαλούσα να μου πει που είναι ο Χρήστος.

Η φωνή του δεν έβγαινε, ήμουν στο πάτωμα με το παιδί στην αγκαλιά μου να μη μπορεί να πει λέξη.

Μια νοσοκόμα ήρθε πήρε το παιδί το έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα και με σήκωσε όρθια. Μου έδωσε ένα μπουκαλάκι με νερό στα χέρια και μου είπε κατά λέξη: Κουράγιο μάνα, κουράγιο θα το χρειαστείς. Τότε συνειδητοποίησα ότι όντως κάτι κακό είχε γίνει. Σε παρακαλώ, πες μου που είναι ο Χρήστος μου της έλεγα με αναφιλητά. Τότε, ήρθε ένας γιατρός και μου είπε, λυπάμαι δεν τα κατάφερε ότα