Κώστας Χατζής: Η αφοπλιστική συνέντευξη για τη ζωή του και τη μουσική
Ο Κώστας Χατζής έκανε μια εκ βαθέων εξομολόγηση για την πολυτάραχη ζωή του στη Lifo και αποκάλυψε άγνωστα σκηνικά από τη περιπετειώδη πορεία που είχε στην ελληνική μουσική σκηνή.
Γεννήθηκα όχι μέσα στη φυλή μου, γεννήθηκα –χωρίς να το παρεξηγήσετε– με Έλληνες στη Λιβαδειά το 1936, σε μια γειτονιά που είχε όλες τις τάξεις. Υπήρχαν οι πλούσιοι, η ελίτ που λέμε σήμερα, τότε δεν υπήρχε αυτή η λέξη, η μεσαία τάξη, οι φτωχοί και οι πιο φτωχοί. Ανήκα στους πιο φτωχούς, στην κατώτερη φυλή, στους πληβείους.
• Εγώ θυμάμαι από τεσσάρων χρονών τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θυμάμαι ακριβώς όταν έγινε η κήρυξη του πολέμου, τους συγγενείς μου που βγάζαν φωτογραφίες με τα κορίτσια της γειτονιάς γιατί νόμιζαν ότι πήγαιναν σε πανηγύρι. Δεν ήταν μόνο οι συγγενείς μου, όλοι έτσι έκαναν, θυμάμαι περιστατικά πολλά.
• Ήταν δύσκολα χρόνια. Με πενήντα λεπτά ρύζι που έβαζε ο μπακάλης σε ένα χωνάκι από εφημερίδα η μάνα μου έκανε και δυο και τρία φαγητά να μας θρέψει. Τότε δεν ψώνιζαν οι άντρες, αλλά οι γυναίκες. Με φωνάζαν Κωστάκη και με έστελναν να πάρω άνιθο ή μαϊντανό, ό,τι είχαν ξεχάσει. Μου περισσεύανε δεκάρες, αλλά η μάνα μου μού έλεγε «πρόσεχε, να είσαι περήφανος, να μη δέχεσαι να παίρνεις τα ρέστα».
• Όταν πήγα σχολείο ήμουν εννιά χρονών, με βρίζανε και με έλεγαν «ο γύφτος». Πήγα στη μάνα μου, τη Ζωή, και λέω «μαμά, είμαστε γύφτοι;». «Όχι, παιδί μου», μου λέει, «εμείς είμαστε άρχοντες». «Γιατί είσαι σκούρος;», με ρώταγαν τα παιδιά, «γιατί γυρίζεις, βρε, όλο στον ήλιο», μου έλεγε η μάνα μου, αλλά εγώ όταν γύριζα σπίτι έβλεπα ότι ήμουν σκούρος παντού. Τα παιδιά που με βρίζανε τα χτύπαγα και, αφού τα χτύπαγα, με διώχνανε από το σχολείο. Η Λιβαδειά είχε τέσσερα δημοτικά, με διώξανε από όλα. Τελικά κατάφερα και τέλειωσα το δημοτικό, αλλά είχα καταλάβει ότι ήμουνα στο περιθώριο.
Εγώ είχα άλλες αρχές, δεν ξέρω καμία γυναίκα να γεννήθηκε πόρνη, η γυναίκα γίνεται πόρνη και η αιτία είμαστε οι άντρες, χειρότερο πράγμα από εμάς τους άντρες δεν υπάρχει όταν δεν έχεις παιδεία. Βλέπεις ανθρώπους μορφωμένους και μόλις δουν μια γυναίκα αρχίζουν και λένε βλακείες για να κάνουν εντύπωση, δεν έχουν αγωγή αυτοί οι άνθρωποι.
• Όταν ήμουν μικρός δεν τραγουδούσα, ούτε όργανο έπαιζα, αλλά είχα μεγάλη αγάπη για το σινεμά, το σπίτι μου ήταν κοντά στο σινεμά, έβλεπα τα πάντα. Αλλά διάβαζα εξωσχολικά. O Kαραγκιόζης απαγορευόταν τότε να παίζεται γιατί οι καραγκιοζοπαίχτες ήταν αριστεροί, ήταν η εποχή με το δεύτερο αντάρτικο, σκότωνε ο πατέρας το παιδί και έγιναν όλα αυτά τα φριχτά πράγματα.
• Ο παππούς μου ήταν ο Κώστας Καραγιάννης, φοβερή φυσιογνωμία, σπουδαίος μουσικός, από τους διασημότερους δημοτικούς κλαρινίστες της εποχής του, με ένα σπίτι μεγάλο, δίπλα στο δικό μας το μικρό, που έρχονταν από παντού οι μουσικοί να τον συναντήσουν. Και αυτός και ο Γιαούζος, άλλος συγγενής, έκαναν σχολή, αν έχουμε τη δημοτική μουσική είναι γιατί οι γύφτοι τη διαιωνίζουν σε πανηγύρια, αν οι μουσικοί είναι εκατό, οι γύφτοι είναι ενενήντα. Εσείς κοιτάτε το χρώμα, αλλά στη φυλή υπάρχουν ομορφιές. Και είναι πολλοί που έχουν αυτή την καταγωγή μα δεν τη λένε, έχουν περάσει δύσκολα, δεν αντέχεις να το αποκαλύψεις μέσα σε ένα περιβάλλον.
Και ο πατέρας μου, ο Ευάγγελος Χατζής, υπηρετούσε τη δημοτική μουσική, έπαιζε σαντούρι, αλλά του άρεσε και η κλασική μουσική. Και τι έπαιζε στο σαντούρι; Ραψωδίες του Λιστ, τα «Παραμύθια του Όφενμπαχ», «Τραβιάτα», «Τόσκα», αυτά τα άκουγα από παιδί μαζί με τα δημοτικά. Του άρεσε η ευρωπαϊκή μουσική, διάβαζε μουσική, παρτιτούρες, πήρα από αυτόν μια προίκα μεγάλη. Ήταν πολύ τίμιος άνδρας ο πατέρας μου, ήταν αγράμματος και έμαθε γράμματα με εμάς, και στη μάνα μου έλεγε «το παιδί εσύ θα το δέρνεις, γιατί εγώ πηγαίνω για γάμους και πανηγύρια και έρχομαι μετά από δυο-τρεις μέρες. Θα το δέρνεις γιατί το βράδυ θα το αγκαλιάζεις, εγώ που θα έρχομαι θα το συμβουλεύω». Κράτησα όλες αυτές τις συμβουλές μέχρι σήμερα.
• Αγαπούσα πολύ την οικογένεια, όταν κέρδισα λεφτά πήρα στη μάνα μου σπίτι, αυτό με ένοιαζε, να έχουν και οι αδελφές μου ένα σπίτι, ένα σταυρουδάκι, ένα ρολογάκι, γι’ αυ